Archive for August, 2011

August 2, 2011

Στη μνήμη του Νίκου Θέμελη

(Αποσπάσματα από το κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, 27.5. 2003) 

Νίκου Θέμελη, Η Αναλαμπή

Το λογοτεχνικό μανιφέστο του Εκσυγχρονισμού

 

 Νομίζω ότι δεν είμαι ο μόνος που θα χαρακτήριζα την Αναλαμπή ως το λογοτεχνικό μανιφέστο του εκσυγχρονισμού. Δηλαδή η θεωρία του εκσυγχρονισμού, ή   ακριβέστερα, το σύνολο των προτάσεων που αφορούν τον εκσυγχρονισμό δεν εκφράζονται με τη μορφή θεωρητικού δοκιμίου αλλά μυθιστορήματος. Ένα παράλληλο, και προηγούμενο στην ελληνική ιστορία της λογοτεχνίας τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και της μορφής, δηλαδή μυθιστόρημα πολιτικών ιδεών και όχι δράσης, είναι η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά, η οποία γράφηκε άλλωστε στα χρόνια στα οποία αναφέρεται η Αναλαμπή και έχει τη θέση της σ’ αυτήν. Θα θεωρούσα επίσης την Αναλαμπή μαζί με την Αναζήτηση και την Ανατροπή,  την τριλογία του Θέμελη, ως ένα είδος saga του εκσυγχρονισμού. Ο όρος saga αναφέρεται σε εκείνα τα μακρά έμμετρα χρονικά της Ισλανδίας, τα οποία επέζησαν στην προφορική παράδοση, και μέσα από τα οποία μεταφέρεται   η γνώση της κοινωνίας μέσα από μια μυθιστορηματική ιστορία της. Μέσα από την αφήγηση αυτή μεταφέρεται η καθηκοντολογία. Λένε δηλαδή το τι έγινε για να πουν το τι πρέπει να γίνεται και πώς πρέπει να γίνει. Και στην τριλογία του Θέμελη έχει κανείς αυτή τη μακρά αναδρομή στο παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας. Δεν  έχει όμως χαρακτηριστικά γενεαλογίας και αναδρομικής δικαίωσης. Δηλαδή ό,τι έγινε καλώς καμωμένο, να συνεχίσουμε έτσι να κάνουμε. Η δεοντολογία προκύπτει από την κριτική του τι έγινε, από τις δυνατότητες και τις αδυναμίες να γίνει κάτι άλλο. 

Και στα τρία έργα του, ο Θέμελης, αρχίζοντας από τον περιφερειακό ελληνισμό και φτάνοντας στο ελληνικό κράτος κυκλώνει τη σημερινή ελληνική κοινωνία, ακολουθώντας δύο μεγάλους άξονες. Τον εθνικό και τον κοινωνικό. Στον ένα δηλαδή περιλαμβάνει όλα εκείνα τα ζητήματα που σχετίζονται με τον εθνικό προσδιορισμό, την εθνική ταυτότητα, τη Μεγάλη Ιδέα, τις αλλαγές που επέβαλε η αρχή των εθνικοτήτων. Στον άλλο άξονα   «εκείνη η περίεργη κινητικότητα που απλωνόταν τόσα χρόνια χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί να την ονοματίσει. Αυτή η κινητικότητα δημιουργούσε νέες κοινωνίες με τις οικονομικές αλλαγές, τον εξηλεκτρισμό, την επιστήμη τις επιχειρήσεις».

  Η ιδιαιτερότητα της Αναλαμπής, που παρουσιάζουμε σήμερα, είναι ότι   η αλλαγή της οπτικής για την οποία μιλήσαμε δεν είναι μεταφορική, δεν τεκμαίρεται, δεν υποβάλλεται από μια εναλλακτική αφήγηση του παρελθόντος, όπως γίνεται στα δύο προηγούμενα βιβλία του, αλλά αποτελεί το επίκεντρο του μυθιστορήματος. Το βιβλίο περιγράφει τη διαδρομή μιας αστικής οικογένειας από την αρχή του 20ου αιώνα έως τις παραμονές της δικτατορίας του Μεταξά. Τυπικά τρεις γενιές συναντιόνται και οι ήρωες αντιπροσωπεύουν τις κυριότερες   τάσεις στο αστικό πεδίο του Μεσοπολέμου. Ο παλαιοπολιτικός βασιλικός έμπορος παππούς, ο αντιβενιζελικός βιομήχανος γιος, ο βενιζελικός μεγαλοϊδεάτης θείος, ο δημοτικιστής, σοσιαλιστής και στη συνέχεια κομμουνιστής άλλος θείος, ο φιλοβενιζελικός και εκσυγχρονιστής γιος. Εκείνο όμως το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου είναι η επίπονη αλλαγή των αντιλήψεων. Δηλαδή η Αναλαμπή δεν αποτελεί απλώς ένα   έργο που εκφράζει, τις ιδεολογικές αλλαγές στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά θέτει αυτές τις αλλαγές στο επίκεντρό του.  Αν όπως είπαμε αυτές οι αλλαγές εκφράζουν τον απογαλακτισμό της λογοτεχνίας από το εθνικό αφήγημα, η Αναλαμπή θέτει στο επίκεντρό της αυτό τον απογαλακτισμό.  Πρωταγωνιστής σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι η μεταβολή των συνειδήσεων στην ελληνική κοινωνία. Η προβληματική αυτής της μεταβολής.  

Αν η Αναλαμπή είναι ένα μυθιστόρημα ιδεών, τότε πέρα από την πλοκή των δρώντων προσώπων, υπάρχει μια πλοκή που αφορά τις ιδέες. Αυτή η πλοκή εξελίσσεται γύρω από δύο χρόνους και δύο κομβικά σημεία.  Οι δύο χρόνοι είναι τα πριν από το ‘22 και τα μετά από αυτό. Τα πριν περιστρέφονται γύρω από δυο έννοιες: την έννοια Ελληνισμός και την έννοια Συνέχεια (του έθνους). .

 .

Τι ακριβώς συμβαίνει; Στο μυθιστόρημα αυτό θίγεται μια από τις πιο ευαίσθητες χορδές της νεοελληνικής ταυτότητας για την οποία μόλις στη δεκαετία του ’90 έγινε δυνατό και κατορθωτό να μιλήσουμε, και πάλι όχι χωρίς αντιδράσεις. Ο Νίκος Θέμελης δανείζεται τη φωνή του Γερμανού ιστορικού για να μας πει ότι στη Γερμανία κατασκεύασαν μια έννοια ελληνισμού για να παραλληλίσουν τον γερμανικό κόσμο με τον κλασσικό ελληνικό. Την ήττα όμως των ελληνικών πόλεων από τον Αλέξανδρο τη μετέτρεψαν σε μια θεωρία για την ενοποίηση του ελληνισμού, η οποία δικαιολογούσε και εξιδανίκευε το ρόλο της Πρωσίας στην ενοποίηση της Γερμανίας. Γράφοντας επομένως οι Γερμανοί ιστορικοί για τους Έλληνες και τον Αλέξανδρο χρησιμοποιούσαν την ιστορία για να μιλήσουν για τον εαυτό τους και το έθνος τους. Τα κείμενά τους είχαν τεράστια απήχηση στην Ελλάδα, η οποία άδραξε τη θεωρία του ελληνισμού για να συνθέσει την ελληνική εθνική συνείδηση πάνω σε δύο βασικά μοτίβα. Της συνέχειας με την αρχαία Ελλάδα, και του ελληνισμού που ενσαρκώνει αυτή τη συνέχεια στο χρόνο και στο χώρο.  Αυτές οι ιδέες  έδωσαν τους καρπούς της με τον ειρηνικό εξελληνισμό των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και με την διεκδίκησή τους από το ελληνικό κράτος και την συμπερίληψή τους σ’ αυτό στους βαλκανικούς πολέμους. Έδωσαν τους καρπούς της στον εξελληνισμό του ελληνικού κράτους, όπως και στη Γερμανία με την επίτευξη της γερμανικής ενότητας. Πέτυχε δηλαδή ως πολιτικό εγχείρημα παρά το γεγονός ότι αποτελούσε μια ιστορική φενάκη. Στο βαθμό όμως που αποτέλεσε μια ιδέα που σκέπασε όλες τις άλλες και μέθυσε την κοινωνία ώστε να μην αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, οδήγησε και στη Γερμανία και στην Ελλάδα σε καταστροφή και ερείπια. Η διπλή συνείδηση αυτής της φενάκης, ως ιστορικής και εθνικής φενάκης, συνιστά την Αναλαμπή της συνείδησης.

  Εκείνο που  απασχολεί το συγγραφέα  δεν είναι απλώς ο αποφενακισμός της ελληνικής κοινωνίας αλλά  η ιδέα η οποία θα μπορούσε να εννοηματώσει το πράττειν της .

Με τα λόγια τα δικά του: 

«Πώς θα ήταν ο κόσμος αν μπορούσε να διαβλέψει από τα πριν τις διαψεύσεις του;»
   

(Το πλήρες κείμενο θα δημοσιευθεί στο Βοοks’ Journal του Σεπτεμβρίου)