Archive for December, 2012

December 29, 2012

Η βία και η ελπίδα

Μεγάλοι στοχαστές του δυτικού πολιτισμού, φιλόσοφοι όπως ο Κάντ και ο  Χέγκελ, θεμελιωτές της κοινωνικής επιστήμης όπως ο Μαξ Βέμπερ και ο Νόρμπερτ Ελίας, είχαν διατυπώσει την άποψη ότι καθώς ο πολιτισμός προοδεύει και ο κόσμος εκπολιτίζεται,   θα λιγοστεύει η βία. Βία και   νεωτερικότητα  θεωρούνταν αποκλίνουσες  διαδικασίες.     Η βία δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα την απορροφούσε κατ’  αποκλειστικότητα το κράτος· θα την ασκούσε  με κανόνες.  Οι κανόνες θα όριζαν συμπεριφορές που οι πολίτες θα τις εσωτερίκευαν για να μην προσκρούσουν στα όριά τους.      Στο βαθμό που ατομικές επιδιώξεις και γενική βούληση, το ατομικό και το γενικό καλό  θα  συνέκλιναν και θα συντονίζονταν, οι πολιτείες θα ταξίδευαν στη μέση οδό ανάμεσα στην αυταρχική   βία και στην άναρχη οχλοκρατία.

      Γνωρίζουμε τώρα ότι τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι. Η νεωτερικότητα όχι μόνο δεν περιόρισε τη βία, αλλά ανέπτυξε μορφές βίας πρωτοφανείς σε έκταση και οδυνηρές συνέπειες. Η επέκταση του πολιτισμού από τους πολιτισμένους στους απολίτιστους, έγινε με την αποικιοκρατική βία, το ρατσισμό, με μεθόδους που   αργότερα εφαρμόσθηκαν στην ίδια την Ευρώπη με την ναζιστική  βία. Οι πρώτες συστηματικές εξοντώσεις πληθυσμών και πειράματα πάνω σε ανθρώπινους οργανισμούς έγιναν στην Αφρική. Όπως έχει γράψει ειρωνικά ο Ζίζεκ, ο Κανίβαλος εκπληρώνει την πολιτισμική του αποστολή κατασπαράσσοντας τον τελευταίο κανίβαλο.

Αλλά και η ίδια η πρόοδος του πολιτισμού δεν ήταν μια πορεία συνολική. Περιέκλειε, εντός της, αβυσσαλέες ανισότητες. Το γενικό  καλό περιχαρακώθηκε σε εθνικά σύνορα, και οι εθνικοί πόλεμοι αποδείχτηκαν αιματηροί, ιδίως όταν αφορούσαν την αναδιανομή του κόσμου και την ανωτερότητα ορισμένων φυλών έναντι άλλων. Η γενοκτονίες  των Αρμενίων, των Εβραίων, τα 20 εκατομμύρια των Ρώσων θυμάτων, οι σφαγές στην Μαντζουρία,  η Χιροσίμα, συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή συνείδηση μεταπολεμικά. Δεν δημιουργήθηκαν όμως αποφασιστικές διαδικασίες και μηχανισμοί αποτροπής της βίας. Ούτε και στο εσωτερικό των εθνών, η πολιτισμική κοινότητα στάθηκε ικανή να ειρηνεύσει τα πάθη από τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Αιματηρές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, απελευθερωτικά κινήματα που μετασχηματίστηκαν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, συγκλόνισαν τον εικοστό αιώνα. Στην Ελλάδα και στην Ισπανία, το αίμα που χάθηκε στους εμφυλίους πολέμους, ακόμη διχάζει.

      Το 1989 και η πτώση του τείχους, υποσχέθηκε μια νέα αρχή, μια  καινούργια ειρηνική  εποχή, την «Ευρώπη χωρίς σύνορα», την «οικογένεια των ευρωπαϊκών εθνών». Οι   λαοί που έριξαν τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, εμπνέονταν από το ιδεώδες μιας δημοκρατικής και δίκαιης κοινωνικά Ευρώπης, όχι του καπιταλισμού καζίνο και της εκπτώχευσης,   της παράνομης μετανάστευσης, της ταπείνωσης και της  εκπόρνευσης. Οι χώρες αυτές έγιναν πεδία πειραματισμών και οι Ευρωπαίοι χωρίς ευρώ, δεύτερης κατηγορίας πολίτες. Οι πόλεμοι της Γιουγκολαβίας επανέφεραν  τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές στο ευρωπαϊκό έδαφος (Σεμπρένιτσα), την ίδια εποχή πάνω κάτω που η υπόλοιπη Ευρώπη φαινόταν να ακολουθεί τις ιδέες του Καντ για την κοσμοπολιτική ειρήνη.  Από τη δεκαετία του ’90, άνοιξε και το μέτωπο του πολέμου στον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Έχοντας η Ευρώπη φυτέψει στη Μέση Ανατολή τις δικές της ενοχές για το Ολοκαύτωμα, αφήνει να αιμορραγεί εκεί  η πληγή, πολλές δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρομοκρατία και πόλεμοι εναντίον της τρομοκρατίας, Δίδυμοι πύργοι και Σοκ και δέος, σκόρπησαν   θάνατο και   δυστυχία αλλά και εθισμό  στη βία σ’ ένα ολόκληρο κόσμο, από  το Πακιστάν έως την Ανατολική Αφρική, αλλά και στην ίδια την Αμερική. Η Αραβική άνοιξη ήταν μια πανίσχυρη αντίδραση των λαών, ένα αίτημα δημοκρατίας,  αλλά   πνίγηκε στο αίμα και στις αναθυμιάσεις του πετρελαίου στη Λιβύη και στη Συρία.

      Και τώρα το ρίγος  της βίας διατρέχει τη σπονδυλική στήλη της Ελλάδας.  Πολλές φορές αυτή η βία καταγγέλλεται ως η επιβίωση μιας κουλτούρας της ανομίας, ως  καταλοιπικό φαινόμενο, ως ελλιπής εκμοντερνισμός. Λάθος. Είναι   επιβίωση της προνεωτερικής βίας, στον ίδιο βαθμό με τις σφαγές των νηπίων στα αμερικάνικα σχολεία. Γιατί η βία είναι στην καρδιά της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Μόνο μια τελεολογική άποψη θα έβλεπε τον πολιτισμό ως περιορισμό της βίας, και τον εκμοντερνισμό του κόσμου συνώνυμο της ειρήνης και της ευτυχίας. Αλλά στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα,   μας επιτρέπονται παρόμοιες αυταπάτες; Μπορούμε να είμαστε ακόμη δέσμιοι μιας ευθύγραμμης πορείας προόδου  του κόσμου; Ούτε καν οι πολυδιαφημισμένες «μεταρρυθμίσεις» δεν υπόσχονται πλέον μια καλύτερη εποχή.

Είναι λοιπόν η νεωτερικότητα, ως διαδικασία του εκπολιτισμού, αντίθετη με τη βία, ή μήπως την εκτρέφει μεταβάλλοντας τις μορφές της; Υπήρξε η κρατική καθυπόταξη της βίας και η έλλογη χρήση της στοιχείο ανάπτυξης του πολιτισμού; Και τότε γιατί πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα τα τυφλά σημεία   βίας;  Γιατί στενεύει η μέση οδός της δημοκρατίας που υποδεικνύει η αντίληψη του γενικού καλού; Το γενικό καλό έχει νόημα αποκλειστικά μέσα σε μια ιδεολογία της Προόδου που υπόσχεται γενική βελτίωση.   Σε αντίθετες συνθήκες, όπως  οι σημερινές, που παρά την κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματος, η κοινωνία αλλάζει από τα πάνω και αλλάζει βίαια με νομοθετικά διατάγματα,  η καταγγελία της βίας μεταβάλλεται σε υποκρισία. Όταν το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται βίαια, η υποκριτική καταγγελία της βίας λειτουργεί ως εξιδανίκευσή της, τη ριζοσπαστικοποιεί, την μετατρέπει σε στοιχείο απόλαυσης των αποστερημένων.  Η βία αποκτά κάτι από το πνεύμα του βίαιου καρναβαλιού,  της επιτελεστικής αυθάδειας των υποδεεστέρων,  της αντιστροφής των ρόλων πριν από την υποταγή.

Δεν θα καταλάβουμε την ελληνική βία αν δεν την θέσουμε στη ζοφερή προοπτική της σύγχρονης βίας, του τέλους της Προόδου, της αύξησης της ανασφάλειας και των ανισοτήτων που διαρρηγνύουν την έννοια του γενικού καλού. Δεν έχουμε καμιά επαγγελία, ούτε καμιά ένδειξη ότι ο εικοστός πρώτος αιώνας θα μπορούσε να είναι λιγότερο βίαιος από τον εικοστό. Το μέλλον δεν εμφανίζεται καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο από το παρελθόν.  Αν κάτι   θα μπορούσε να μετριάσει την απαισιοδοξία είναι ο σκεπτικισμός. Σκεπτικισμός για τις βεβαιότητες. Η κρίση εμφανίζεται με διχοτομικές αλήθειες. Θα κάνουμε τούτο να σωθούμε ή εκείνο να χαθούμε; Ωστόσο αν γνωρίζαμε την πορεία της κρίσης δεν θα βρισκόμασταν σε κρίση, θα την είχαμε ξεπεράσει. Κρίση είναι μια πορεία σε άγνωστες, σκοτεινές και φουρτουνιασμένες θάλασσες. Αλλά οφείλουμε επιφυλακτικότητα όχι μόνο ως προς τι δεν γνωρίζουμε, αλλά και ως προς αυτά που γνωρίζουμε,    τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και τις αφηρημένες ιδέες. Οφείλουμε αμφιβολίες απέναντι στις βεβαιότητες του «Δεν υπάρχει άλλη λύση», ή   στις αυταπάτες της επιστροφής στο παρελθόν και στα χρόνια της αφθονίας. Ο σκεπτικισμός για να δημιουργήσει ένα πολιτισμικό τείχος  απέναντι στη βία πρέπει να διαπερνά όχι μόνο τις ιδέες, αλλά και να μετριάζει τους τρόπους δράσης και να συνδυάζεται με μια κάποια αναγνώριση των ενοχών μας.  Γιατί στον εικοστό αιώνα δοκιμάσαμε όλες τις υποσχέσεις,   όλες τις ιδέες, είπαμε όλα τα λόγια και τα ξόρκια. Δεν μας παίρνει να επικαλούμαστε το τεκμήριο της αθωότητας. Οι κήρυκες του δικαίου και της ηθικής, ακόμη κι αν είναι δίκαιοι και ηθικοί, χωρίς σκεπτικισμό και χωρίς συναίσθηση ενοχής, είναι   φορείς βίας, είναι επικίνδυνοι.

Και η ελπίδα; Υπάρχει τόπος για την ελπίδα σήμερα; Το να αποκλείσεις κάθε ελπίδα, είναι εξίσου βίαιο με το να πιαστείς άκριτα από αυτήν. Αλλά αν υπάρχει πραγματικά κάποιο αντίδοτο στη βία είναι μια κουλτούρα ελπίδας, μια πολιτική ελπίδας, όχι υποσχέσεων.

 Κυριακάτικο Βήμα, 30.12.2012

December 6, 2012

Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής, 2012

Σκεπτικό 

 

http://www.yppo.gr/2/g22.jsp?obj_id=52612

 

 

 

Η κριτική επιτροπή αποφάσισε κατά πλειοψηφία να βραβεύσει τον Αντώνη Λιάκο για το βιβλίο του: Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης (εκδόσεις Πόλις).

            Δεύτερο μέρος μιας εν εξελίξει τριλογίας, το κριτικό αυτό μελέτημα αποτελεί σπουδή σε μια ποιητική της Ιστορίας, συνδυάζοντας την επιστημονική έρευνα, την κριτική εκμετάλλευση λογοτεχνικών κειμένων με την αφηγηματική δεξιότητα και την ερεθιστική προβληματική. Ο αναγνώστης καλείται να στοχαστεί πέραν των γενικευτικών και στερεοτύπων σχημάτων που προσλαμβάνει ως Ιστορία από την τρέχουσα καθημερινότητα και να αναδιατάξει πάγιες πεποιθήσεις. Ο Αντώνης Λιάκος δείχνει πειστικά ότι η ιστορική αφήγηση είναι πολύ πιο σύνθετη από την ημερολογιακή εγγραφή ή το απλό χρονικό· στηρίζεται στην πολυδύναμη σχέση του παρόντος με το παρελθόν και το μέλλον και αυτή η τρισδιάστατη συμβίωση διαμορφώνει συνολικές λογικές και προτάγματα που δρομολόγησαν τις ανθρώπινες κοινωνίες εν χρόνω και εν καιρώ. Αναπτύσσεται διεξοδικά η συμβολή του υποσχετικού μέλλοντος στη διαμόρφωση του παρόντος και τη νοηματοδότηση του παρελθόντος· είναι η αντίληψη που εξέθρεψε τη θεματολογία της Αποκάλυψης και ποικίλες ουτοπίες λογοτεχνικής καταγωγής, καλλιεργώντας προσδοκίες, ελπίδες, μοιράζοντας επαγγελίες, λειτουργώντας αντισταθμιστικά, διορθωτικά στις παροντικές ή παρελθοντικές διαψεύσεις και ματαιώσεις. Από τη χριστιανική εσχατολογία και τους λογής μεσσιανισμούς έως τις ευφάνταστες λογοτεχνικές κατασκευές, οι αποκαλυπτικές ή οι ουτοπικές προτάσεις επενδύουν στο μέλλον, δεσμεύονται από αυτό, δημιουργώντας ένα λόγο εν τέλει λυτρωτικό, απελευθερωτικό – μια προφητική θέαση του παρελθόντος, μια διαλεκτική μεταξύ παρελθούσας ήττας και επικείμενης νίκης που συγκροτεί ιστορική συνείδηση.

            Η αντιμαχία μεταξύ λόγου βιβλικού και λόγου εκκοσμικευμένου, η αποδέσμευση της ιστορίας από θρησκευτικά ερμηνευτικά σχήματα οδηγεί στη λεγόμενη κρίση της ευρωπαϊκής συνείδησης στους νεότερους χρόνους, στην αναδόμηση του χρόνου και την ανάδυση νέας συνείδησης σε ιστορική προοπτική. Η υπέρβαση της εσχατολογίας έκανε δυνατή την αντίληψη για τη γραμμικότητα του ιστορικού χρόνου. Προέχει η έλλογη εξήγηση των πραγμάτων, όχι η πρόβλεψη του μέλλοντός τους. Επιβάλλεται το τρίσημο σχήμα μιας ένδοξης Αρχαιότητας, ενός σκοτεινού Μεσαίωνα και μιας άλκιμης Νεοτερικότητας, απαιτείται επανεπεξεργασία των δεδομένων εφόσον το τέλος (σκοπός) έχει μετατοπιστεί. Στη συνέχεια η Ιστορία θα υποστασιοποιηθεί, θα παίξει σαφώς ηγετικό και πολιτικό ρόλο στη διάρκεια του εθνορομαντικού 19ου αιώνα, θα αποκτήσει εννοιολογική πύκνωση ως φιλοσοφία της ιστορίας, θα διαστρωματωθεί σε μεγάλη και βραχεία διάρκεια (ακίνητη και συμβαντολογική ιστορία, αντίστοιχα), θα ακούσει την ετυμηγορία του τέλους της (της λήξης της) στον 20ό αιώνα και θα απομειωθεί το κύρος της μπροστά στη σαρωτική λαίλαπα της τεχνολογίας και της ηλεκτρονικής-ψηφιακής πληροφόρησης. Σήμερα δεν γράφονται δοξαστικές ιστορίες αλλά ιστορίες πένθους και μελαγχολίας, που παραπέμπουν στη βιωμένη ιστορία, των μαρτυρικών καταθέσεων και της τραυματικής απώλειας.

            To ενδιαφέρον στο κριτικό αφήγημα του Αντώνη Λιάκου είναι ότι, παρακολουθώντας τις μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, δεν ιεραρχεί πρότυπα, ούτε απομονώνει τη θέση του παρατηρητηρίου από τη θέση της συμμετοχής· κάθε πρότυπο (αποκαλυπτικό, ουτοπικό, ιστορικό) δεν εξουδετερώνει εντελώς το άλλο, αλλά το εμπεριέχει. Έτσι, επιχειρεί να διασώσει το μέλλον ως σπίθα ελπίδας μέσα σε ουτοπικά προτάγματα που εξελίχτηκαν από ευτοπίες σε δυστοπίες, αφήνοντας περιθώριο στην επιθυμία, στη δράση, στην αλλαγή εν φαντασία και λόγω.

            Η δεσπόζουσα της ιστορίας και της απομυθευτικής ματιάς είναι ορατή και σε άλλα δοκίμια ή κριτικά μελετήματα της βραχείας λίστας, αλλά και της τελικής τριάδας. Τόσο η προσέγγιση του Δημήτρη Τζιόβα στον Μύθο της γενιάς του τριάντα και στην ιδεολογία της ελληνικής νεοτερικότητας όσο και τα κριτικά κείμενα του Νάσου Βαγενά στον Κινούμενο στόχο δηλώνουν πως ο ελληνικός δοκιμιακός-κριτικός λόγος, με εργαλείο την εκλογίκευση, την εγρήγορη και ενήμερη ιστορική συνείδηση, είναι έτοιμος να επιχειρήσει τις αναθεωρήσεις και τις επανεκτιμήσεις του πνευματικού παρελθόντος.

 

Εισηγήτρια του σκεπτικού : Λίζυ Τσιριμώκου