April 27, 2023

Μυρσίνη Ζορμπά: Ο θάνατος ως μαθητεία

Επικήδειος 24.4.2023

Θα ήθελα να μπορούσα να πω στη Μυρσίνη μου/μας,  για το κύμα αγάπης που ξεσηκώθηκε μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός της, για όλους όσους ήλθαν να την αποχαιρετίσουν εδώ, αλλά και  για τους εκατοντάδες ανθρώπους που έγραψαν θερμά λόγια αγάπης, λόγια ουσιαστικά, πρωτότυπα και ωραία. Θα ήθελα να της πω ότι το τελευταίο κείμενό της άγγιξε χιλιάδες ανθρώπους, κατέκλυσε το διαδίκτυο. Θα ‘ήθελα να της μεταφέρω φράσεις που συμπυκνώνουν τη ζωή και τη δράση της όπως ότι «ολόκληρη η ζωή της ενσαρκώνει τα ελπιδοφόρα οράματα που κυοφόρησε η Μεταπολίτευση.» 

Μου ζήτησε η ίδια να μιλήσω στον δημόσιο αποχωρισμό μας. Τον δικό μας, τον προσωπικό τον είχαμε κάνει. Μας έλαχε ένας μακρύς αποχαιρετισμός Αντώνη μου, μου έλεγε όλο αυτό το διάστημα που βρισκόμασταν πριν από το επικείμενο τέλος.   Προλάβαμε, ήταν δύσκολο, πένθος πριν από το πένθος, αλλά ήταν ευλογία.  

Δεν μπορώ παρά να μιλήσω με τα λόγια της, γιατί τα δικά μου δεν μπορούν να συγκριθούν μπρος στα δικά της.

Ο θάνατος είναι μαθητεία, είχε γράψει.

Διαβάζω

Ο θάνατος έχει πολιτική και πολιτισμική διάσταση, δεν είναι πέρασμα, είναι μαθητεία. Δεν είναι ατύχημα, συγκινησιακή απώθηση ή συντριβή, είναι συναισθηματική αγωγή. Είναι η πιο απαιτητική κοινωνική αλληλεγγύη. Είναι μια χρήσιμη εναλλακτική γραμματική της ζωής, που μπορεί να μας μαθαίνει ποιοι ζουν δίπλα μας και πώς να τους αγαπάμε, εγκαίρως. Μια πολιτική οικονομία ανθρώπινης συμβίωσης που αντιστέκεται στο ναρκισσισμό, τη μοναξιά, το φόβο, τον πανικό και κατοικεί την κουλτούρα της καθημερινής ζωής.

Ο θάνατος ως συναισθηματική αγωγή, μας λέει η Μυρσίνη.

Μιλάμε για γνώσεις, δεξιότητες, αριστείες και αριστεύσεις, αλλά δεν μαθαίνουμε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, απωθούμε την ίδια τη συναίσθηση. Αλλά  από αυτή την συν – αίσθηση πηγάζει και η αλληλεγγύη, και η συμμετοχικότητα, είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη συμβίωση. Αυτή είναι η βάση μιας ολοκληρωμένης αντίληψης του πολιτισμού, την αντίληψη που είχε η Μυρσίνη για τον πολιτισμό.

Τη νιώσαμε αυτή την αλληλεγγύη όταν βρίσκαμε, τις τελευταίες βδομάδες και μήνες,  ανθοδέσμες με συγκινητικά σημειώματα έξω από την πόρτα, μερικές φορές ανθοδέσμες σταλμένες από μακρυά, από το εξωτερικό, ανθοδέσμες που στόλιζαν το δωμάτιο της Μυρσίνης. Την νιώσαμε αυτή την αλληλεγγύη στους γιατρούς και στις νοσοκόμες των δημόσιων νοσοκομείων -γιατί η Μυρσίνη ήταν φανατικιά του Δημόσιου Συστήματος Υγείας – κατάκτηση του πολιτισμού το θεωρούσε.  Την νιώσαμε στις αποκλειστικές νοσοκόμες, μετανάστριες γυναίκες που έρχονταν να προσφέρουν φροντίδα, αόρατες συμπαραστάτες του τέλους μας.  Την νιώσαμε στα μηνύματα. Σε εκείνα που ήρθαν από κοντά και από μακριά.  Νιώσαμε όμως και την έλλειψη φιλότητας. Στις απουσίες. Σε παλιούς φίλους που απομακρύνθηκαν, που δεν ήξεραν πώς να εκφραστούν, πώς να γεφυρώσουν τις πολιτικές διαφορές, ή αδιαφόρησαν. Η μικροψυχία είναι συναισθηματική αναπηρία, έλεγε η Μυρσίνη.  

Οι κύριοι σταθμοί της ζωής της Μυρσίνης είναι γνωστοί. Παιδικά χρόνια στα Πετράλωνα, εφηβεία που συμπίπτει με την αισιοδοξία της δεκαετίας του ’60, Πανεπιστήμιο -Νομική, αντίσταση στη Δικτατορία, Φιλοσοφία του Δικαίου στην Ιταλία, Οδυσσέας και ένα εμπνευσμένο εκδοτικό πρόγραμμα, ΕΚΕΒΙ και προσπάθεια να μάθουν τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία, Ευρωβουλή, Πολιτισμική πολιτική ως ερευνητικό πεδίο μελέτης  αλλά και παρεμβάσεις, Εκσυγχρονισμός,  Δίκτυο για τα δικαιώματα του Παιδιού, Θερινό σχολείο και δράσεις για τα Προσφυγόπουλα, Υπουργείο Πολιτισμού, και ο Μαραθώνιος του Τέλους που κράτησε τέσσερα χρόνια.

Η Μυρσίνη είχε μια συγκροτημένη πολιτική θεωρία η οποία σμιλεύτηκε σταδιακά, αλλά ήταν μια σταθερή γραμμή που διαπερνούσε με αυστηρή στοχοπροσήλωση, ως βέλος, όλη την ενήλικη ζωή της ως το τέλος.

Ξεκινά από την εποχή της αντίστασης στη δικτατορία όπου λέει ότι για αλλάξουν τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν οι νοοτροπίες, ο κόσμος αλλάζει με  βιβλία, και εκεί συναντά τον Γκράμσι, και τη θεωρία του για την κουλτούρα. Μεταφράζει και εκδίδει χιλιάδες σελίδες σύγχρονης λογοτεχνίας, αλλά λέει ότι δεν φτάνουν τα βιβλία πρέπει να διευρύνουμε τον κύκλο που διαβάζει, και να τον διευρύνουμε στα παιδιά, και στις αποκλεισμένες ομάδες. Στη λογική αυτή το  ΕΚΕΒΙ και η βιβλιοθήκη σε φυλακές ανηλίκων, προγράμματα φιλαναγνωσίας στον ακριτικό Εβρο.  Προωθεί την υπόθεση των βιβλιοθηκών, θεωρεί ότι οι τοπικές και συνοικιακές βιβλιοθήκες είναι κέντρα πολιτισμού. Και φτάνει στην ιδέα του πολιτισμού όχι ως υψηλής κουλτούρας που λειτουργεί ως κοινωνική διάκριση, αλλά ως αντίδοτου στις κοινωνικές ανισότητες. Αν οι κοινωνικές ανισότητες ζευγαρώσουν με τις πολιτισμικές διακρίσεις και ανισότητες, αυτό είναι καταστροφικό, η κοινωνία διχάζεται. Και φτάνει στην έννοια της Πολιτισμικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο πολιτική, δεν είναι μόνο θεσμική. Για να είναι συμμετοχική και να λειτουργεί πρέπει να έχουν οι πολίτες, και οι πιο φτωχοί ή στα  πιο απομακρυσμένα  από τα κέντρα μέρη,  πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά. Η πολιτική δημοκρατία για να λειτουργήσει χρειάζεται πολιτισμική συνεκτική ουσία. Το θέατρο, τα βιβλία, τα μουσεία πρέπει να διευρύνουν το ακροατήριο τους, να ενσωματώσουν νέα ακροατήρια, να τα ψάξουν να τα βρούν και να τα δεξιωθούν. Εξοικείωση με τον πολιτισμό ζητούσε όχι εκπολιτισμό εκ των άνω.  Και το όραμά της έρχεται να το πραγματοποιήσει, προσπαθεί να το πραγματοποιήσει   στο Υπουργείο Πολιτισμού,    με το πρόγραμμα της για την περιφερειακή οργάνωση του πολιτισμού και ένα νέο κέντρο βιβλίου και ανάγνωσης που αντιμετωπίζει τα νέα δεδομένα της ψηφιακής εποχής. Αλλά ήταν  στον τελευταίο χρόνο της κυβερνητικής θητείας, που δεν ολοκληρώθηκε.

Αυτοί είναι οι σταθμοί, μιας πολύ πλούσιας δράσης και σκέψης.

Η Μυρσίνη ήταν ένας σπάνιος συνδυασμός σκέψης και δράσης. Ήταν μια διανοούμενη διαμετρήματος, με έρευνες στις πιο προωθημένες συζητήσεις της έννοιας του πολιτισμού και της πολιτισμικής πολιτικής, αλλά και ταυτόχρονα ήταν άνθρωπος της δράσης, της παρέμβασης, του προγραμματισμού, της θεσμικής πορείας, της αποτελεσματικότητας και του αυστηρού ελέγχου. Αυτός ο συνδυασμός της Vita contemplativa  και της vita activa, δηλαδή του στοχαστικού βίου και της ζωής που επιδιώκει πρακτικούς στόχους, συγκροτούσαν μια μοναδική προσωπικότητα. Αυτή ήταν η Μυρσίνη Ζορμπά που αποχαιρετούμε. Μας αφήνει πολλές υποθήκες, και θεωρώ ότι βρισκόμαστε μόνο στην αρχή του να καταλάβουμε τις προτάσεις της.

Με το θάνατό της, με τα τελευταία κείμενα της ως επεξεργασία του τί σημαίνει πεθαίνω, μας δείχνει τί σημαίνει ζω. Ο θάνατος ως μαθητεία,  γίνεται πολύτιμα μαθήματα ζωής.

November 14, 2022

Στρατιώτης, τον καιρό του Πολυτεχνείου.

Ένα αυτοβιογραφικό κείμενο (16 Νοεμβρίου, 2013)      

Όταν με ρωτούν για τις εμπειρίες της στρατιωτικής μου θητείας, δυσκολεύονται οι περισσότεροι, ή και παραξενεύονται, ακούγοντας πως συγκρίνοντάς τες με εκείνες της φυλακής, λέω πως ήταν χειρότερες. Αν εξαιρέσουμε όμως την περίοδο από τη σύλληψη έως τη δίκη (Σεπτέμβρης ’69-Φεβρουάριος ’70), που περιλάμβανε ανακρίσεις και βασανιστήρια, η περίοδος της τετράχρονης φυλάκισης είχε μια κάποια κανονικότητα στην οποία προσαρμοζόσουν. Βάραινε βέβαια η αβεβαιότητα των ισοβίων, αλλά με μια τέτοια ποινή ο προσωπικός ορίζοντας εξαρτιόταν από τον πολιτικό. Στη φυλακή υπήρχε μια «τεχνολογία» προσαρμογής και επιβίωσης που είχαν αναπτύξει οι ομάδες των πολιτικών κρατουμένων πριν από σένα. Επομένως η ατομική προσαρμογή διαμεσολαβούνταν από την ομαδική, από την οργάνωση των κρατουμένων. Αντίθετα, στον στρατό δεν υπήρχαν μηχανισμοί διαμεσολάβησης. Ήσουν μόνος σου απέναντι σε έναν εχθρικό μηχανισμό που σε ξεχώριζε σαν την τρίχα μες στο γάλα, σε στιγμάτιζε, σε αντιπαρέθετε απέναντι στους άλλους. Ο στρατός δεν επέτρεπε, όπως η φυλακή, ενδιάμεσα σώματα ανάμεσα στο άτομο και την εξουσία που σε όριζε. Βρισκόσουν κυριολεκτικά σε «κατάσταση εξαίρεσης» από τον νόμο και χωρίς δικαιώματα.

Δυο μήνες μετά την αμνηστία τον Αύγουστο του 1973 κατατάχθηκα στο εκπαιδευτικό κέντρο της Τρίπολης, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Ήξεραν ποιος είμαι και με κάλεσαν αμέσως στο Β΄ Γραφείο, το οποίο αφορούσε την εσωτερική ασφάλεια και την αντικατασκοπία. Η δική μου στάση ήταν: «Ήμουν ισοβίτης, άρα μάταιη κάθε προσπάθεια σωφρονισμού. Δεν σας πειράζω, μη με πειράζετε». Το «ισοβίτης» ενέπνεε ένα κάποιο δέος, και στις φυλακές οι ισοβίτες θεωρούνταν σεβάσμια πρόσωπα. Σου έκαναν χώρο να περάσεις δηλαδή. Στον στρατό αυτά βέβαια δεν περνάνε, δηλώνουν μόνο τη στάση που θα κρατήσεις. Σημαίνει ότι δεν πας κόντρα, πειθαρχείς, έχεις όμως κάποια όρια τα οποία τα δηλώνεις εξαρχής. Ωστόσο και τα όρια αυτά θα παραβιάζονταν γρήγορα. Αφορμή, τα τραγούδια της χούντας και τα συνθήματα στις δοκιμές παρελάσεων. Πώς να τραγουδήσεις για τον Παπαδόπουλο και την 21η Απριλίου αυτά τα ηλίθια τραγουδάκια; Πρόσβαλαν και τη νοημοσύνη και την πολιτική σου αξιοπρέπεια. Δεν γίνεται να είσαι πρώην ισοβίτης και να τραγουδάς. Ζήτημα κύρους και αξιοπρέπειας. Λέγαμε μεταξύ μας, με τους άλλους πρώην φυλακισμένους, ας ανοιγοκλείνουμε τα χείλια να μη δίνουμε στόχο. Παραμύθια. Είτε καταλάβαινες το μάταιο του πράγματος και απλώς σφράγιζες πεισματικά τα χείλη, είτε ερχόταν ο φανατικός λοχίας δίπλα σου και σου ’λεγε: «Δεν σ’ ακούω ρε, δεν έχεις φωνή; Μας δουλεύεις;». Σ’ έβγαζε στην αναφορά, και επειδή δεν ήθελες να σε τυλίξουν ότι κάνεις προπαγάνδα, δεν απαντούσες, απλώς έμενες υπερήφανα σιωπηλός. Κάπως έτσι βρέθηκα στο πειθαρχείο.

Στο πειθαρχείο κοιμόσουν πάνω σε σανίδες, με ανοιχτά τα παραθυράκια της πόρτας, σε μια Τρίπολη που η θερμοκρασία έπεφτε πολύ χαμηλά τον χειμώνα. Έτρεμες από το κρύο. Οι άλλοι κρατούμενοι ήταν κυρίως Ιεχωβάδες, αρνητές της στράτευσης, που δεν ήθελαν καμιά σχέση μαζί σου. Με έβαλαν εκεί χωρίς προσδιορισμένη ποινή, απ’ ό,τι θυμάμαι. «Όταν αποφασίσεις να τραγουδήσεις, μας λες να σε βγάλουμε». Εκείνες τις μέρες συνέβησαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Οι αξιωματικοί αγρίεψαν. «Τα κωλόπαιδα τα συντρόφια σας γέμισαν το Πολυτεχνείο καπότες!… Θα σας γαμήσουμε εμείς τώρα…» Μια βραδιά έρχεται ο επιλοχίας και μου λέει από το πορτάκι: «Εκτελέσαμε τον Κανελλόπουλο και τους άλλους μαλάκες πολιτικούς. Αύριο ετοιμάσου. Θα εκτελέσουμε και σένα». Τον πιστεύεις ή όχι; Τι γίνεται έξω; Καμιά πληροφόρηση. Δεν μπορείς να πάρεις καμιά κουβέντα. Στον στρατώνα ήταν και άλλα παιδιά από τη φυλακή, θυμάμαι τον Νικόλα τον Βουλέλη. Αλλά πού να τους βρεις; Το πειθαρχείο δεν επικοινωνούσε με το υπόλοιπο στρατόπεδο. Τι να γίνονται οι άλλοι; Καλού κακού ζήτησα ένα-δυο χαπάκια Βάλιουμ. Ηρεμιστικά. Είχα στον σάκο μου για τις ημικρανίες. Μου έφεραν το μπουκαλάκι. Νομίζω ότι ήπια κάτι παραπάνω από δύο. Όχι όμως τόσα ώστε να με στείλουν. Όταν την άλλη μέρα ξύπνησα, άκουγα κάτι ασυνάρτητα περί Γκιζίκη και Ιωαννίδη. Προφανώς την είχα γλιτώσει. Μου δόθηκε η ευκαιρία να βγω από το πειθαρχείο με την αιμοδοσία. Ταλαιπωρημένος όπως ήμουν, λιποθύμησα την ώρα που έδινα αίμα. Με πήγαν στο νοσοκομείο των φυλακών. Εν τω μεταξύ η «σειρά» μου έφυγε. Με κράτησαν ακόμη μερικές εβδομάδες και μου έδωσαν φύλλο πορείας για το Κιλκίς. Για το 604 Τάγμα Πεζικού.

Το «604» ήταν λίγο πιο έξω από το Κιλκίς και θεωρούνταν τάγμα ανεπιθύμητων, δηλαδή «κόκκινοι, μεμέτηδες, χασικλήδες και κίναιδοι, με λίγα λόγια αποβράσματα», κατά την έκφραση του Δανιηλίδη, του λοχαγού επικεφαλής του Β΄ Γραφείου, όπου με πήγαν με το που παρουσιάστηκα την πύλη. Την πρώτη βραδιά στο πειθαρχείο, «μέχρι να δούμε τι θα σε κάνουμε». Τη δεύτερη στον θάλαμο, αλλά με την προειδοποίηση στους θαλαμοφύλακες να προσέχουν γιατί πρόκειται για επικίνδυνο εγκληματία. Καλά που δεν σηκωνόμουνα τη νύχτα για κατούρημα. Θα μπορούσα για τα καλά να αισθανθώ καμιά ξιφολόγχη στα πλευρά, αναλόγως της ψυχραιμίας ή της μαλακίας της νυχτερινής βάρδιας. Στη συνέχεια με έντυσαν Αλφαμίτη, δηλαδή Αστυνομία Μονάδος. Άσπρο κράνος και ζώνη πιστολιού, όπου επειδή βέβαια δεν μου έδωσαν πιστόλι, έβαζα χαρτομάντιλα και ένα μπλοκάκι όπου είχα γράψει τα άπειρα ονόματα και τις χρονολογίες της ευρωπαϊκής ιστορίας, πιστεύοντας ότι κάποτε θα έδινα εξετάσεις με καμιά άδεια, ώστε να πάρω το πτυχίο Ιστορίας από το Α.Π.Θ. Καθήκον μου ήταν να είμαι όλη μέρα φρουρός έξω από το Διοικητήριο για να με επιτηρούν, και επειδή προφανώς αργία μήτηρ πάσης κακίας, είχα την επιμέλεια του πράσινου. Κούρευα το γρασίδι με το ψαλίδι που κόβεις χαρτί. Όλη μέρα. Πόντο πόντο.

Στο τάγμα δεν ήμουν ο μόνος που είχε βγει από τις φυλακές. Ο Γιάννης Καούνης είχε γίνει υποχρεωτικά κουρέας. Τον θυμάμαι με πληγωμένα τα δάχτυλα από τη δουλειά μες στο κρύο. Τον κουβαλούσαν στις παρελάσεις για να γυαλίζει τις αρβύλες των στρατιωτών μπρος στον κόσμο. Ήταν και άλλοι στο διπλανό τάγμα. Όταν μια Κυριακή βρεθήκαμε όλοι μαζί στο Κ.Ψ.Μ. και βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία, μας κατηγόρησαν ότι στήσαμε «σοβιέτ» μες στο στρατόπεδο και άρχισαν πάλι ανακρίσεις και ιστορίες. Δεν μας άφηναν να βρεθούμε μαζί με τους άλλους στρατιώτες γιατί φοβούνταν την προπαγάνδα. Ακόμη και αν συναντούσαμε κανέναν στην αγγαρεία, τον ρωτούσαν τι του λέγαμε. Για να κάνω παρέα με τους άλλους στρατιώτες, ξεκοκάλιζα τις αθλητικές εφημερίδες. Για το ποδόσφαιρο, όπως και για τον καιρό, έχεις πάντα κάτι ανώδυνο να πεις. Μας παρακολουθούσαν ακόμη και στις κυριακάτικες εξόδους. Ερχόταν η γυναίκα μου και νοικιάζαμε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου περνούσαμε όλο το απόγευμα. Αυτοί νοίκιαζαν το διπλανό, για να υποκλέψουν κουβέντες. Ήταν όμως τόσο ηλίθια η παρακολούθηση που συνήθως τη Δευτέρα ρωτούσαν πράγματα που είχαν ειπωθεί την προηγουμένη. Κατά κάποιον τρόπο και αυτοί και εμείς ξέραμε όλοι για όλους. Αυτοί μεν γιατί παρακολουθούσαν, εμείς γιατί μας τα έλεγαν οι κατάσκοποί τους ή τα παιδιά που δούλευαν στο Διοικητήριο και τα οποία, επειδή τα θεωρούσαμε καρφιά, σε μια εποχή απονομιμοποίησης της χούντας και άγνωστου μέλλοντος, μας μετέφεραν πληροφορίες για να ξεκαρφωθούν.

Με αυτά και με εκείνα, με μικρές και μεγάλες κρίσεις, περνούσε ο καιρός. Μας είχαν απαγορέψει να μιλάμε μεταξύ μας οι αριστεροί. Κάναμε έναν στοιχειώδη κώδικα. Φτιάξιμο του καπέλου, «κάτι συμβαίνει». Πιάνουμε και αλλάζουμε καβάλο στ’ αρχίδια μας, «δεν συμβαίνει τίποτε». Κουμπώνομαι-ξεκουμπώνομαι, «θέλω να μιλήσουμε, οπότε μπορείς, στο συνηθισμένο μέρος». Πίσω από την «Καλλιόπη» (δηλαδή τις βρομερές τουαλέτες). Κάπως έτσι.

Η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο, τον Ιούλιο του ’74, και την επιστράτευση που ακολούθησε. Εκείνη τη βραδιά ο στρατός έφυγε από τα στρατόπεδα και διασκορπίστηκε από τον φόβο ενδεχόμενου βομβαρδισμού (ή επειδή το λένε τα εγχειρίδια σε ανάλογες περιπτώσεις). Την άλλη μέρα άρχισε το φόρτωμα του τάγματος για το μέτωπο. Ο χουντικός στρατός έδειξε ότι μόνο στρατός δεν ήταν. Ανετοιμότητα, διάλυση και πανικός παντού. Οι έφεδροι, αγανακτισμένοι όπως ήρθαν, έδωσαν τη χαριστική βολή στην πειθαρχία. Κατ’ αρχάς δεν έβρισκαν ρούχα για να ντυθούν και φορούσαν παράταιρα χειμωνιάτικα και θερινά ή από διάφορες εποχές. Ούτε όπλα και εξαρτύσεις. Δεν λογάριαζαν τους αξιωματικούς και τους έβριζαν ανοικτά. Το 504 μεταφέρθηκε από το Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη, και αφού έμεινε εκεί δύο μέρες, μία στην παραλία (πραγματικός συνωστισμός στην παραλία!) και μία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, φορτώθηκε τελικά στα τρένα για την Αθήνα. Κυκλοφορούσαν σκοτεινές φήμες για εμφύλια σύρραξη, τις οποίες επέτεινε το γεγονός ότι οι αξιωματικοί είχαν κλειστεί στα βαγόνια τους, αποφεύγοντας τα πολλά πολλά με τους φαντάρους. Όταν φτάσαμε στον Πειραιά, μας φόρτωσαν σε ένα επιβατικό πλοίο για να πάμε στην Κύπρο. Το προσωπικό ήταν πελιδνό και μας χάριζε ό,τι είχε και δεν είχε. Ουίσκια, τσιγάρα, σοκολάτες κ.λπ. Μας είπαν να βγάλουμε το πάνω μέρος της στολής μας ώστε τα τουρκικά αεροπλάνα που θα μας συναντούσαν να νομίζουν πως είμαστε… τουρίστες! Ταυτόχρονα μας συνόδευαν δύο υποβρύχια!

Κάποια στιγμή, και σε πνεύμα γενικής κατήφειας, βλέπουμε το καράβι που έπλεε περίπου νότια των Δωδεκανήσων να κάνει στροφή προς βορειοανατολικά, πλώρη για Χίο ή Λέσβο. Μεγάλη ανακούφιση, αλλά και κάτι πολύ παραπάνω. Καθώς ο ήλιος στη δύση του χρύσιζε το Αιγαίο, έφτασε με το τρανζιστοράκι η μεγάλη είδηση για το τέλος της δικτατορίας. Ακούγοντας τα νέα από την Αθήνα, και αγναντεύοντας από την κουπαστή του καραβιού τον πορφυρό ήλιο να βυθίζεται στον ορίζοντα, νομίζω πως έζησα το καλύτερο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου. Τα επτά χρόνια από το 1967, δύο στην παρανομία, τέσσερα στη φυλακή, ένα στο στράτευμα, έδυαν κι αυτά, σε μια πανδαισία χρωμάτων και συναισθημάτων που θα ήταν η μεταπολίτευση.

Η στιγμή όμως έχει τη σημασία της. Κι εκείνη η στιγμή κενού, ανάμεσα σε ένα καθεστώς που δεν υπήρχε πλέον και σε ένα άλλο που δεν είχε γεννηθεί ακόμη, έχει να κάνει με μια άλλη ιστορία που θα πρέπει κάποτε να διερευνήσουμε πιο συστηματικά. Ποια ήταν η κατάσταση του στρατού στις μονάδες μετά την επιστράτευση; Ποια σχέση έχει αυτή η κατάσταση με την άτακτη εγκατάλειψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς; Τι συνέβη στις μονάδες, στο πέρασμα από τη μία εξουσία στην άλλη; Τι σήμαινε αυτή η μετάβαση τότε, όχι εκ των υστέρων, στις νοοτροπίες και τις διαθέσεις; Εκείνο που θυμάμαι πάντως ήταν ότι οι θυμωμένοι επιστρατευμένοι είχαν κλείσει στο σαλόνι τους αξιωματικούς, που δεν τολμούσαν άλλωστε να ξεμυτίσουν. Οι έως τότε στιγματισμένοι γίναμε το επίκεντρο όλων, και εμείς που έως τότε ονειρευόμασταν θωρηκτά Ποτέμκιν, παρακολουθούσαμε το καράβι να γλιστρά αθόρυβα στο λιμάνι της Μυτιλήνης και το στράτευμα να σκορπίζεται για σουβλάκια και μπίρες… Πάντως η πειθαρχία θα αργούσε να επανέλθει και οι αξιωματικοί να αναλάβουν πάλι τον ρόλο τους.

Αντώνης Λιάκος

Πρώτη δημοσίευση  ΧΡΟΝΟΣ online magazine.

June 26, 2021

Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού

Πού βρισκόμαστε σήμερα, στο μέσο της κυβερνητικής θητείας; Χρειάζεται να αντιληφθούμε τις βαθύτερες τάσεις, πέραν από τα κυβερνητικά ή αντιπολιτευτικά στερεότυπα.  Ο υπό ανασυγκρότηση  αστισμός   δεν είναι η μετεμφυλιακή  Δεξιά του παρακράτους  και του Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Δεν είναι ο ενοχικός αστισμός της Μεταπολίτευσης, ούτε οι ηττημένοι  σνομπ του ’80. Δεν είναι  το μετέωρο βήμα του εκσυγχρονισμού  του ’90, αλλά ούτε και η άκρα δεξιά. Η  ανασυγκρότηση  του ελληνικού αστισμού σχεδιάστηκε ως ένα ευρύ στρατηγικό σχέδιο βαθιών δομικών αλλαγών που αναθεωρούν μισό περίπου αιώνα από τη Μεταπολίτευση.  

Το επιτελικό κράτος άλλαξε τον υπουργοκεντρικό χαρακτήρα της κυβέρνησης, διαχωρίζει τη διακυβέρνηση από τη διοίκηση,  εισάγει τον προγραμματισμό και το επιχειρηματικό μάνατζμεντ στην πολιτική, αν και αδιαφορεί  για την διαφάνεια και  τη νομιμότητα. Η οικονομική πολιτική συνδυάζει τον ευρωπαϊκού τύπου νεοφιλελευθερισμό,   με μια καινοφανή,  μετα-covid,   κευνσιανού τύπου πολιτική, που η ελληνική της εκδοχή σημαίνει διοχέτευση πόρων στους ημετέρους.   Η βίαιη καταπάτηση των δικαιωμάτων στους πρόσφυγες/μετανάστες και η αστυνομική βαναυσότητα   συνδυάζεται με την επιδίωξη και την επίδειξη πολιτισμικού κεφαλαίου.  Η εκκαθάριση των πανεπιστημίων από τους φτωχούς παρείσακτους (το ένα τρίτο των φτωχών παιδιών που δεν τους επιτρέπεται η είσοδος) συνδυάζεται με τη δημιουργία πρότυπων σχολείων σε όλη τη χώρα για να έχουν πρόσβαση και προσδοκίες τα παιδιά που δεν μπορούν να φοιτήσουν  στα ιδιωτικά.

Πρωταρχικοί στόχοι

Το master plan της κυβέρνησης και του επιτελικού κράτους είναι η στεγανοποίηση της εξουσίας, που συνοδεύεται από αδιαφάνεια. Ο ελληνικός αστισμός   είδε δυο φορές να απειλούνται τα ερείσματά του, αρχικά  στην Μεταπολίτευση και έπειτα στην κρίση. Δεν πρέπει να  παραβιάσουν οι πληβείοι το άδυτο της εξουσίας ξανά,  όπως την πρώτη περίοδο  του Πασόκ το 1981 και  όπως ο Σύριζα το  2015.  Πλήρες σφράγισμα όλων των αρμών εξουσίας σε όλα τα πεδία: από την τοπική αυτοδιοίκηση ως το πανεπιστήμιο·   αλλοίωση του εκλογικού σώματος·    έλεγχος   και    καθοδήγηση της πληροφόρησης.

Ο δεύτερος στόχος αφορά τη χρησιμοποίηση του κράτους και τη διοχέτευση πόρων –οικονομικών, πολιτισμικών, κύρους κλπ., από τον δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα.  Το Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι   παράδειγμα. Η ανάλυση των στοιχείων του δείχνει πως η μεθόδευση αυτή   δεν αφορά μόνο τους σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους, αλλά δημιουργεί ένα μόνιμο μηχανισμό. Επαναλαμβάνεται στην ασφάλιση, στο νέο ΕΣΥ που θα στηρίζεται και στον ιδιωτικό τομέα, και στις ετεροβαρείς συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού.    Δεν πρόκειται για τη συρρίκνωση του κράτους –σύμφωνα με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα- αλλά για την χρήση  του   ως εργαλείου κοινωνικής αναδιανομής. Όχι από τους λίγους στους πολλούς, όπως   το κράτος πρόνοιας. Ακριβώς αντίστροφα.   Η επιλεκτικότητα της διοχέτευσης των πόρων λειτουργεί ως κοινωνική μηχανική.  Οι στόχοι έχουν περιγραφεί στην έκθεση Πισσαρίδη.

Αυτοί   οι σκοποί   αγιάζουν τα μέσα, που δικαιολογείται να είναι σκληρά, αυστηρά απέναντι στις υπάλληλες τάξεις, απαλλαγμένα από    επιτρεπτισμούς, συμβιβασμούς και χαλαρότητα.   Οι  διαμαρτυρίες για άδικα μέτρα, παράνομες αναθέσεις, αναξιοκρατικούς διορισμούς, άνομες συμβάσεις, περιφρόνηση των κοινοβουλευτικών κανόνων, παραβιάσεις της νομιμότητας αντιμετωπίζονται με αδιαφορία από την κοινή γνώμη  γιατί η διακυβέρνηση δεν κρίνεται ως προς τη νομιμότητά της, αλλά ως προς την αποτελεσματικότητά της. Η νομιμότητα θεωρείται παρακολούθημα της γραφειοκρατίας, της καθυστέρησης, της γκρίνιας, της μιζέριας.  

Νέο καθεστώς αλήθειας

Το νέο μπλοκ εξουσίας είναι συνεκτικό, με ισχυρά υλικά συμφέροντα,   πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς και κυρίως   κοινές πολιτισμικές αναφορές. Συγκροτείται  με ταχύτητα ένα νέο καθεστώς αλήθειας.  Εξ ου   αδιαφορία και περιφρόνηση  στις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Δεν επιδιώκει απλώς βραχύβιες πολιτικές νίκες.   Ανασυγκροτεί τον αστισμό καταργώντας κάθε προηγούμενο κοινωνικό  συμβόλαιο, ξαναγράφοντας  τους νέους κανόνες και θέτοντας, το ένα μετά το άλλο, τα πλαίσια και τους όρους πολιτικής έκφρασης και δράσης,   θεσμικής νομιμότητας,   κοινωνικής συμβίωσης και τα πρωτόκολλα συμπεριφοράς. Δεν το ενδιαφέρει η κοινωνική συνοχή, αντίθετα, ευαγγελίζεται τον ανταγωνισμό των φιλελεύθερων ατόμων για τις ευκαιρίες που εκείνη κατά περίπτωση θα ορίζει. Η κοινωνία δεν υπάρχει ως έννοια, τα άτομα χωρίζονται σε φοβικά και τολμηρά, ικανά και ανίκανα, νικητές και ηττημένους, παλιομοδίτες και καινοτόμους, αμετάπιστους νοσταλγούς του παρελθόντος και ριψοκίνδυνους οραματιστές του μέλλοντος, ιδεοληπτικούς και μιζεραμπιλιστές έναντι μαχητών και επιτυχημένων.   Ο νέος κόσμος δεν τους χωρά όλους. Καλεί όμως όλους να ανταγωνιστούν για μια θέση σ’ αυτόν. Ακόμη και οι χαμένοι από χέρι, δύσκολα θα απορρίψουν την πρόσκληση.  

Τα δυο εργοτάξια

Αυτό είναι το στοίχημα που παίζεται, αυτό το πλαίσιο ξεδιπλώνεται σε όλη την έκταση των  δομικών αλλαγών στην οικονομία, στους θεσμούς, στην κοινωνία, στα συμβολικά νοήματα. Τα μεγάλα έργα, οι οικονομικές συμφωνίες και συμπράξεις,  η αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και της δημόσιας εκπαίδευσης, η κερδοσκοπία των ακινήτων, οι λεόντειες συμφωνίες υπέρ των τραπεζών, η   διοχέτευση  του δημόσιου πλούτου και χώρου σε ιδιώτες, η καταπάτηση του δημοσίου συμφέροντος και η άρνηση λογοδοσίας είναι το πρώτο εργοτάξιο   ανασυγκρότησης, που επιδιώκει να εξασφαλίσει μετά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης πεδία επιχειρηματικού κέρδους και κερδοσκοπίας  χωρίς όρια, χωρίς ρίσκο, με γενναιόδωρες ροές και εγγυήσεις του δημοσίου.  

Αλλά δεν αρκεί, χρειάζεται και   δεύτερο εργοτάξιο για  να ανασυγκροτηθεί   ο αστισμός ως ηγεμονία και φαντασιακός παράδεισος. Να σβήσουν οι μνήμες των λαθών της διαχείρισης της κρίσης, των αιτίων και πρωταιτίων που οδήγησαν σ’ αυτήν, να ξαναγραφεί η ιστορία της Μεταπολίτευσης, να καταργηθούν οι διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς – Δεξιάς για να εξαφανιστούν τα επικίνδυνα νοήματα, να αμφισβητηθούν τα ενοχλητικά  δικαιώματα, να γίνει παραδοξότητα η κοινωνική κινητικότητα, να ενοχοποιηθούν οι λαϊκές πρακτικές, να επιβληθεί πειθαρχία και υποταγή, τάξη και νόμος και, κυρίως, αυτή να εσωτερικευθεί ως η νέα ταυτότητα και η μοναδική δίοδος προς   κάθε είδους ευκαιρίες -καριέρας, πλουτισμού, κοινωνικής καταξίωσης. Όλα στο κυνήγι της επιτυχίας, στην υπηρεσία της ευτυχιοκρατίας, με ενέσεις αισιοδοξίας.

Ανάπλαση των υποκειμένων

Με λίγα λόγια, στην ανασυγκρότηση του αστισμού που επιχειρείται σήμερα δεν αρκεί η ριζική συντηρητική αναδιάρθρωση στην οικονομία και τους θεσμούς.  Ούτε η επιβολή νέων κανόνων και μεθόδων στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή μια αυταρχικού τύπου διακυβέρνηση. Επιζητά ακόμη πιο ριζικές αλλαγές. Ζητά   να διαχειριστεί το μεδούλι της ύπαρξης των υποκειμένων για να το αναπλάσει, να ανασυγκροτήσει τις ίδιες τις υποκειμενικότητες ως τέτοιες, τις επιθυμίες, τις ιδέες, τις προσδοκίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές και να τις βάλει σε μια νέα υποδειγματική κοινωνική ροπή και αλληλεξάρτηση. Είναι μια φιλόδοξη και κοπιώδης ανάπλαση της κοινωνίας με συνείδηση ότι εκπολιτίζει βαρβάρους. Ξερίζωμα των παλιών επιβλαβών ιδεών. Βιοπολιτικό φυτώριο μεταλλαγμένων απολιτίκ υβριδίων. Οι πρώτοι σπόροι  φυτεύτηκαν στην περίοδο της κρίσης ως ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας για την υστέρησή και την απόκλισή της από τον κανόνα. Ως εσωτερίκευση του μνημονιακού υπερεγώ, ως σύνδρομο αντι-Σύριζα, πολιτικό και πολιτισμικό.   

Παράλληλα με την στεγανοποίηση από την  Αριστερά πρέπει να διορθωθούν όλες οι «ελαττωματικές ιδέες» που ξεφυτρώνουν στην κοινωνία, να σβήσουν οι ουτοπικές προσδοκίες, να ευθυγραμμιστούν οι πολίτες στην υπακοή και το θαυμασμό απέναντι στον αστισμό ως ανώτερο τρόπο ζωής, ως μοναδικό ιδεώδες. Τους το προτείνουν  επιτυχημένοι επιχειρηματίες, φιλάνθρωποι και φιλότεχνοι,     προβεβλημένοι  συνταγματολόγοι και διανοούμενοι,  κοσμοπολίτες  βασιλικοί γόνοι και   πρωταθλητές,   επικοινωνιολόγοι και   ΜΜΕ, θινκ-τανκς και κοινωφελή πολιτιστικά ιδρύματα. Έχουν ανεβάσει ταχύτητα οι μηχανές παραγωγής αναπαραστάσεων των προτύπων, έχουν οργανωθεί τα φυτώρια απολίτικης ναρκισσιστικής συνείδησης νέων, όλα είναι έτοιμα για το μεγάλο φιλόδοξο εγχείρημα.  Όχι, η  ΝΔ  δεν είναι απομονωμένη.  Βρίσκεται στο κέντρο ισχυρών  δικτύων που δεν είναι κομματικά, αλλά παράγουν και υπηρετούν την ίδια πολιτική.

Το διακύβευμα

Το μείζον διακύβευμα είναι οι μεγάλες αλλαγές που αντιμετωπίζουν οι   κοινωνίες σήμερα, και μαζί η ελληνική: Επιγραμματικά, πράσινη μετάβαση – τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Ποιες δυνάμεις όμως θα καθοδηγήσουν τις αλλαγές στην κοινωνία, και ποιο μοντέλο κοινωνίας θα επιβάλουν;  Ο νέος  εργασιακός νόμος έδωσε μια πρόγευση του είδους της κοινωνίας που επιδιώκει ο ελληνικός αστισμός. Η Ελλάδα επιστρέφει στα Βαλκάνια, καθώς οι κοινωνικοί δείκτες τη δείχνουν ουραγό της Ευρώπης, κοντά στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Το ερώτημα  λοιπόν  ποιοι επωφελούνται και ποιους  αποκλείει   η   ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού θα αποτελεί από δω κι εμπρός το κρίσιμο  ζήτημα.  Συμπεριληπτική ανάπτυξη ή κοινωνικός ακρωτηριασμός; Με ποιες συμμαχίες και διαδικασίες μπορεί να συγκροτηθεί το αντίπαλο δέος, το πολιτικό υποκείμενο που θα καθοδηγήσει τη χώρα μέσα από τις μεγάλες αλλαγές και τις μεγάλες κρίσεις;  

Μυρσίνη Ζορμπά – Αντώνης Λιάκος,  Εφημερίδα Συντακτών 26.6.2021

June 7, 2021

Ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά;

Φαίνεται παράδοξη αυτή η ερώτηση,   αλλά αξίζει να γίνει, παραπέμποντας στη μεσαιωνική αντίληψη για τα δύο σώματα του βασιλιά, το φυσικό και το δημόσιο,  στην οποία    θεμελιώθηκε η   πολιτική σκέψη και η θεωρία της κυριαρχίας. Αυτή που μας αποκάλυψε όλες τις απόκρυφες και αόρατες όψεις και λειτουργίες της εξουσίας, που παρέμεναν ακατανόητες (βλ. την πραγματεία του Ernst Kantorowicz, The King’s Two Bodies, Princeton 1957). Είναι όμως το πολιτικό κόμμα, το σώμα της Αριστεράς; Ταυτίζεται   η Αριστερά με το κόμμα της; Σύμφωνα και με τη σοσιαλδημοκρατική και  με τη λενινιστική ταυτίζεται. Μπορούμε όμως να το ισχυριστούμε αυτό σήμερα;   Η απάντησή μας είναι όχι και  αυτό ακριβώς θέλουμε να υποστηρίξουμε.

 Μετά τις εκλογές και την πορεία διεύρυνσης του Σύριζα-ΠΣ που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, η συζήτηση περιστρέφεται, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου,  γύρω από την κατανομή εσωκομματικών εξουσιών και επιρροών.  Γεγονός  που όχι μόνο αφήνει την κοινωνία αδιάφορη, αλλά απογοητεύει ανθρώπους,  περιορίζει   την εμβέλεια της Αριστεράς, την καθηλώνει. Γιατί, όπως αποδεικνύεται,  το κόμμα δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα. 

Το κομματικό ασυνείδητο

Υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με έργα που αφορούν το πολιτικό  κόμμα. Όλοι οι θεωρητικοί έγραψαν γι’ αυτό.  Πριν όμως βυθιστούμε στις σελίδες τους και αρχίσουμε να εκσφενδονίζουμε τσιτάτα   εναντίον αλλήλων  ας σκεφτούμε, πού εδράζεται όλη αυτή η περί κόμματος φιλολογία, και αν έχει κάποια παραγωγική συνάφεια με την δική μας εποχή.   Τα κόμματα της  Αριστεράς   δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η πλειοψηφία ήταν   αναλφάβητη ή   ολιγογράμματη, όπου η πληροφόρηση και η επικοινωνία ήταν περιορισμένη σε κάποιες κοινωνικές ελίτ. Γεννήθηκαν  προκειμένου να ανοίξουν στην κοινωνική πλειοψηφία και στις υποδεέστερες τάξεις το πεδίο της πολιτικής, να τις πληροφορήσουν, να τις οργανώσουν ιδεολογικά και πρακτικά, να μετατρέψουν την καθημερινή τους ματαίωση και δυσαρέσκεια σε πολιτική προσδοκιών και αγωνιστικότητα. Το ρόλο αυτό ερχόταν να τον εκπληρώσει το πολιτικό κόμμα, που βασιζόταν σε μια συγκεντρωτική και ιεραρχική  «καθοδήγηση» και διάχυση της γνώσης, της πληροφόρησης με βάση τη στράτευση των μελών τους.   Η θεωρία περί της «ταξικής συνείδησης» που «έρχεται απ’ έξω», από την «πρωτοπορία» και απευθύνεται στην «μάζα» που βρίσκεται στο στάδιο του «αυθόρμητου», ήταν η θεωρητική δικαιολόγηση αυτής της πρακτικής. Δεν άλλαξαν και πολλά με την υιοθέτηση μιας περισσότερο εξευγενισμένης αντίληψης περί του κόμματος ως «συλλογικού νου» (Γκράμσι).

Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Μπορεί κανείς να σκέφτεται ακόμη  με όρους  «καθοδήγησης», στράτευσης, και υπακοής στη γραμμή;    Είναι σε θέση τα κομματικά κέντρα να επεξεργαστούν ιδέες για τις δημόσιες πολιτικές, για την πόλη  ή την εκπαίδευση,   τις τέχνες  ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,   χωρίς επαφή και συνεργασία με ομάδες πολιτών που έχουν και τη γνώση και την εμπειρία του χώρου,   από τα νέα κοινωνικά  κινήματα, ή τις ποικίλες δικτυώσεις της κοινωνίας των πολιτών;  Τι είδους «καθοδήγηση» μπορεί να προσφέρουν σε μια σύγχρονη κοινωνία κόμματα του παλαιάς κοπής «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»;  

Όταν ιδρύθηκαν αυτού του τύπου τα κόμματα χρειάζονταν   για να εμφυσήσουν ταξική συνείδηση, ώστε η εργατική τάξη να αναλάβει τα ιστορικά της καθήκοντα, να ανατρέψει την αστική τάξη και να φέρει το σοσιαλισμό. Τα αποτελέσματα  όπου η οργάνωση νέων κοινωνιών πέρασε από την κομματική δίοδο,  δυστυχώς τα είδαμε. Αλλά πιστεύει   κανείς ότι βρισκόμαστε  πλέον εκεί;    Όλο αυτό το άρρητο υπόβαθρο παραδοχών,  ας το ονομάσουμε κομματικό ασυνείδητο, δεν είναι ένας τεράστιος αναχρονισμός, μια τροχοπέδη της σύγχρονης αριστεράς;

Απελευθέρωση από το κόμμα

Η Αριστερά αν έχει μέλλον είναι για να εκφράσει τις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού, της ισόρροπης ανάπτυξης ανάμεσα στην φύση και στην κοινωνία. Ο δυναμισμός της πρέπει να προέρχεται τόσο από τον μετασχηματισμό των ελπίδων, όσο και του θυμού των ανθρώπων  για το σφετερισμό των δικαιωμάτων τους, της επινοητικότητάς τους και των δημόσιων πόρων.  Αλλά η σύγχρονη κατάσταση είναι απείρως πιο σύνθετη  για να αντιμετωπιστεί από  ένα κομματικό μηχανισμό που  αναλώνεται σε απαντήσεις στους  αντιπάλους του, δίνοντας μάχες περιχαράκωσης και οπισθοφυλακής.  

Οι σύγχρονοι πόροι αντίστασης αλλά και συγκρότησης ενός νέου εναλλακτικού  σχεδίου είναι πολύ περισσότεροι, διαφοροποιημένοι  και διάχυτοι στην κοινωνία. Αρκεί να μπορείς να τους δεις, να έχεις την διάθεση και την ικανότητα να τους ακούσεις, να δημιουργήσεις σχέσεις εμπιστοσύνης, να  μπορείς να βρίσκεσαι σταθερά και ανεπιφύλακτα ως συμμέτοχος και δρων στα δίκτυα που τους γεννούν και τους ανανεώνουν. Έκφραση όλων αυτών   πρέπει να είναι η σύγχρονη Αριστερά. Δεν μπορεί η κομματική να είναι η μόνη γλώσσα που μιλάει. Δεν μπορεί το κόμμα να είναι το μόνο της σώμα. Πρέπει να απελευθερωθεί από αυτό.

Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού 

Πού βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα; Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μια κυβέρνηση που παραπαίει. Ας μην παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Μετά από μια δεκαετία κρίσης, ο ελληνικός αστισμός ανασυγκροτείται και αυτό εκφράζει αυτή η κυβέρνηση με ένα μεγάλο άνοιγμα. Το άνοιγμα αυτό δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο ως άθροισμα πολιτικών τάσεων, δηλαδή  από τους μακεδονομάχους ως τους εκσυγχρονιστές, αλλά κυρίως ως μπλοκ εξουσίας με   κοινωνικά ερείσματα, πολιτική διαχείριση, με μέσα επικοινωνίας και κυρίως με στρατηγική. Το επιτελικό κράτος δεν είναι για διακωμώδηση. Είναι μια επιλογή ανασυγκρότησης της πολιτικής εξουσίας με  σαφείς κοινωνικές στοχεύσεις. Αυτή η πολιτική εξουσία δεν ήλθε ως άμυνα στα παλιά προνόμια, αλλά ως επιθετική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, των διαστρωματώσεών της, της κινητικότητας, της ταυτότητας των νέων, των συμπεριφορών και των στάσεων. Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι προνόμιο της αριστεράς, ο δεξιός ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται σήμερα ισχυρός και  αποφασιστικός ακόμη και παραβιάζοντας τη νομιμότητα.

  Αλλά ποιος ο χαρακτήρας   των μεταρρυθμίσεων που επιχειρεί, και σε ποιες κατευθύνσεις;Τα παραδείγματα είναι πολλά και ο πόλεμος που έχει εξαπολυθεί καθολικός, ολομέτωπος, τακτικός και άτακτος. Πλήττει το Δημόσιο προς όφελος του Ιδιωτικού, την εργασία, την κατοικία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, το περιβάλλον. Διαχειρίζεται τη χώρα με όρους χρηματιστηρίου και τζόγου. Αναδιατάσσει τη ροή των δημόσιων πόρων και τη διανομή τους. Τα κέρδη στους ισχυρούς,   οι υποσχέσεις  στους πολλούς.  Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού συντελείται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας και διαφημίζεται ως όφελός της. 

Η δημιουργία του αντίπαλου δέους

Αλλά η διαπίστωση αυτή για να παράξει μια διαχωριστική γραμμή, μια γραμμή πολιτικής  σύγκρουσης,   έχει ανάγκη από μια απαιτητική βεντάλια εναλλακτικών ιδεών, κοινωνικών συσπειρώσεων, σχεδίων. Είναι   προφανές ότι αυτές δεν μπορούν να προέλθουν από   στενούς κομματικούς μηχανισμούς. Η πολιτικοποίηση της κοινωνίας δεν περνάει εδώ και καιρό μέσα από  κόμματα. Η Αριστερά πρέπει να βρει νέους τρόπους να συνδεθεί και να συμβαδίσει με τα ρεύματα που   παράγουν νέες λύσεις  για να συμμαχήσει, να στηρίξει, να συγκροτήσει μαζί τους συναρμογές. Όχι ιεραρχικά, όχι ως φυσικό σώμα, αλλά μέσα από  την σύνδεσή της με δίκτυα επιστημονικά, κοινωνικά, αυτοδιοικητικά, κινηματικά, συνδικαλιστικά, ευρωπαϊκά, πολιτισμικά, από σχέσεις διαρκούς κατανόησης, διαλόγου, διαπραγμάτευσης, οικοδόμησης ενός νέου μπλοκ εξουσίας με όρους ισότιμης συμμετοχής. Πώς αλλιώς θα προκύψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο;

 Η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργεί με κόμματα. Και τα κόμματα ως μηχανισμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας   κυβερνούν μόνο όταν πετυχαίνουν να διαμορφώσουν μπλοκ εξουσίας.   Το ερώτημα ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά είναι κεντρικό για την πολιτική φυσιογνωμία της. Τα διλήμματα αν θα είναι ριζοσπαστική ή θα μετακινηθεί προς το κέντρο δεν έχουν νόημα γιατί η  πολιτική συναρτάται με τον τρόπο που παράγεται.   

Η συμμετοχικότητα και η λειτουργική δικτύωση, φυσική και τεχνολογική, είναι δύο βασικές παράμετροι επιτυχίας. Οι θεωρίες της συμμετοχικής στροφής, της διαφορετικότητας, της  κοινότητας, της χειραφέτησης και των δικτύων, μαζί με τον τεχνολογικό εγγραμματισμό δείχνουν το πεδίο εφαρμογών μιας νέας οργανωτικής μορφής για μια Αριστερά ανοιχτή, πλουραλιστική, πολυκεντρική και με αυτοπεποίθηση. Η πληροφόρηση, ο δημόσιος διάλογος, οι κοινότητες, η επικοινωνία, οι πρωτοβουλίες, η δικτύωση, με μια λέξη όλος ο πολιτικός σχεδιασμός και  δράση περνούν μέσα από αυτά. Με δυο λόγια, η Αριστερά ή θα είναι ανοιχτή και δημοκρατική ή θα αντιληφθεί ξαφνικά (και επώδυνα)  τι εννοούσε ο Καβάφης στο ποίημα  «Τείχη».

Μυρσίνη Ζορμπά – Αντώνης Λιάκος

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 5.6.2021

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/297122_poio-soma-tairiazei-stin-aristera

March 28, 2021

«Avec la révolution grecque commence le siècle des nationalités en Europe»

Libération,  25 mars 2021

Entretien avec  Fabien Perrier   

https://www.liberation.fr/international/europe/avec-la-revolution-grecque-commence-le-siecle-des-nationalites-en-europe-20210325_75ZKQOT2IJDXTEHKJD3BDBO7CY/

Ce jeudi 25 mars, la Grèce fête le bicentenaire de sa révolution. En mars 1821 éclatent

dans le Péloponnèse des soulèvements : les insurgés veulent mettre fin à la domination de

l’Empire ottoman et revendiquent l’indépendance de la Grèce. Les combats qui s’ensuivent,

pendant dix ans, sont meurtriers. Un mouvement de soutien aux insurgés naît en Europe,

les Philhellènes. Parmi eux, les Romantiques Lord Byron, Eugène Delacroix, Victor Hugo…

En 1832, la Grèce devient indépendante, mais il faudra attendre 1946 pour que ses

frontières actuelles soient fixées. Reste que le premier Etat grec indépendant est proclamé.

Antonis Liakos, professeur émérite d’histoire à l’université d’Athènes, explique ce moment

fondateur dans l’histoire du pays mais aussi de l’Europe.

Que représente la fête nationale du 25 mars en Grèce ?

Cette date est choisie comme celle du début de la révolution grecque de 1821. Elle a,

certes, une coloration religieuse [le jour de l’Annonciation dans le calendrier orthodoxe,

ndlr]. D’autres dates auraient pu être retenues. Mais le fait est que la Grèce est un pays né

d’une révolution, et non d’une guerre ou d’un royaume. Cette révolution fonde une tradition

démocratique forte en Grèce.

Pourquoi la révolution commence-t-elle en 1821 dans le Péloponnèse ?

L’Empire ottoman vit une série de crises. Il est déstabilisé par les guerres napoléoniennes,

et notamment la campagne d’Egypte. En février, une première insurrection a lieu en

Valachie, à la frontière entre l’Empire ottoman et la Russie. Elle échoue. Mais, en mars

1821, des soulèvements ont lieu dans le Péloponnèse sur fond de crise économique dans

l’Empire ottoman. Cette région avait une place à part : elle était plus isolée du centre du

pouvoir et avait été alternativement sous domination ottomane et vénitienne. Ensuite, une

société secrète établie sur le modèle de la franc-maçonnerie, l’Hétairie (Filikí Etería), y était

bien implantée. Elle véhiculait des principes libéraux d’émancipation nationale. Le pouvoir

central n’a pas pu juguler la contestation. Ainsi, au bout d’un an de lutte, le souffle pour

établir un territoire libre a débouché sur la déclaration d’indépendance du Péloponnèse, le

15 janvier 1822.

Les Grecs ont cherché à se libérer de la domination ottomane…

C’est plus compliqué car la population grecque n’était pas un ensemble unique. D’ailleurs,

avant la révolution, le mot «grec» n’était pas utilisé. Cette population était appelée

orthodoxes ou roms. Elle était composée de différents groupes sociaux. Certains

participaient au régime ottoman, comme les dignitaires, les ambassadeurs, les gouverneurs

 de différentes régions. D’autres étaient des propriétaires terriens. D’autres, dans les

montagnes, vivaient du pâturage et de l’agriculture. Enfin, les gens des îles faisaient du

commerce ou étaient des pirates. Tous n’étaient pas réellement sous le joug des Ottomans.

Etait-ce, alors, une révolution ? Une guerre de libération ?

Ce n’était pas une révolution au sens marxiste, avec un basculement du rapport de force

entre classes sociales. D’ailleurs, après 1821 et pendant des années, les grands

propriétaires ont conservé leurs domaines. Ce fut pourtant une révolution sociale dans le

sens où un nouvel Etat a été créé, organisé comme la plupart des Etats européens, avec un

gouvernement, des citoyens, une assemblée… Un système éducatif, une armée nationale

ont été introduits. Incontestablement, ce fut le début de l’indépendance grecque. Des

institutions laïques ont été établies. Le citoyen a été créé… et le mot «grec» est utilisé

massivement.

Quel a été le rôle du mouvement philhellène ?

Il a aidé la révolution ! Les Philhellènes ont instruit les révolutionnaires et transmis l’idée de

«grécité», d’«hellénicité». A la création de l’Etat grec, la représentation qu’ils avaient de

cette «grécité» a joué un grand rôle. Ils admiraient les Grecs anciens. Ils ont politisé cette

«grécité» et l’ont liée à la création d’un nouvel Etat. Ils ont également joué un rôle en

Europe de l’Ouest où ils ont poussé leurs gouvernements à soutenir la cause de la

révolution grecque.

Le philhellénisme est-il le premier mouvement qui, en Europe, parvient à unir des

artistes, des intellectuels, des écrivains pour une même cause ?

Oui, même si le philhellénisme était constitué de plusieurs groupes. Qu’il s’agisse de la

Grande-Bretagne, de la France, de l’Italie, de l’Allemagne, il y avait des philhellènes

radicaux et d’autres plus conservateurs, proches des pouvoirs en place. Même en Russie, il

y avait Pouchkine mais aussi des aristocrates, très conservateurs, qui voyaient dans la

nouvelle Grèce une forme de forteresse orthodoxe en Méditerranée orientale ! Ce

mouvement était un mélange des Lumières et de romantisme.

L’Etat grec est créé en 1832, lors de la conférence de Londres où se réunissent la

France, le Royaume-Uni et la Russie. Othon de Bavière devient roi de Grèce. Cette

conférence marque-t-elle la fondation de l’idée d’Europe ?

Je ne dirais pas ça. En revanche, la création de la Grèce moderne a lancé le siècle des

nationalités. Après la révolution grecque, d’autres mouvements nationaux ont émergé : en

Bulgarie, dans les Balkans, en Italie… Le mouvement national grec était le premier à avoir

occupé l’histoire du XIXe siècle. L’Etat grec national était le premier état national en

Méditerranée orientale et en Europe du Sud.

March 28, 2021

«Από τον Κολοκοτρώνη στον Παστέρ»

Η μελωδία της ευτυχίας στα 200 χρόνια

Το ιδεολογικό στίγμα της επετείου των 200 χρόνων δεν το δίνει  το εθνοπατριωτικό φολκλόρ, αλλά δυο φράσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στο Βήμα 21 Μαρτίου 2021.

«Αν όμως κάνουμε τον απολογισμό, θα δούμε ότι ξεκινήσαμε ως περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φτάσαμε 200 χρόνια μετά, να είμαστε η ισχυρότερη και πλουσιότερη χώρα στη στενή γειτονιά μας, αλλά και από τις δυναμικότερες της ευρύτερης περιοχής.»

«Ποιο άραγε είναι το διακύβευμα για τα επόμενα 100 χρόνια; Όταν λοιπόν ρώτησα τον Στάθη Καλύβα μου απάντησε «Η ευτυχία». Συμφωνώ. Είναι η ευτυχία ως έννοια που συνδέεται με τον τρόπο που εργαζόμαστε και με τον οποίο ζούμε την καθημερινότητά μας (…) Και η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει την «ευτυχία» του μέλλοντος».

 Η πρώτη θέση είχε διατυπωθεί επί εποχής εκσυγχρονισμού.  Αποσύρθηκε στην κρίση, τότε που η Ελλάδα θεωρήθηκε ως  μια   χώρα μειονεκτικού μοντερνισμού και οι Έλληνες «τα κακά παιδιά της Ιστορίας», και επανήλθε όταν η Ελλάδα βγήκε από την επιτήρηση και με την επιστροφή της ΝΔ στην εξουσία, συνοδευόμενη από την απορία ότι είναι «παραδόξως μοντέρνα» .

Έχει ιστορική βάση η θέση αυτή; Μπορεί γεωγραφικά η Ελλάδα του 1830 να ήταν περιφέρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά οι Έλληνες δεν ήταν  κaθόλου περιφερειακή δύναμη. Χωρίς να έχουν συγκροτηθεί ακόμη σε πολιτικό έθνος   έπαιρναν μέρος στη διοίκηση της αυτοκρατορίας,  είχαν στα χέρια τους την εκκλησιαστική οργάνωση των Ορθοδόξων όλης της αυτοκρατορίας, διέθεταν ένα εμπορικό και ναυτικό δίκτυο με ισχυρή θέση σε τρεις επικράτειες, την Οθωμανική και   Ρωσική αυτοκρατορία  και την Βενετική επικράτεια, υπολόγιζαν σε ενεργές οικονομικά και πολιτισμικά κοινότητες της δυτικής Ευρώπης, και τέλος διέθεταν  ένα μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο: την αναβίωση της αρχαίας Ελλάδας στη νεώτερη Ευρώπη. Η συρρίκνωση της Ελλάδας σε «οθωμανική περιφέρεια» είναι  μεγάλο λάθος.    Δεν το πίστευαν ούτε οι ίδιοι οι Έλληνες, οι οποίοι  ως το 1922, θεωρούσαν  το εαυτό τους μια δύναμη που θα οργανώσει την αυτοκρατορία στην Ανατολή, ισοδύναμη των δυτικών μητροπολιτικών εθνών. Αυτή την «Μεγάλη Ιδέα» είχαν   για τον εαυτό τους.

Η δεύτερη θέση, ότι δηλαδή  η πρώτη εκατονταετία  ήταν αφιερωμένη στους πολέμους εθνικής αποκατάστασης, και η δεύτερη στην οικονομική ανάπτυξη, προέρχεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με το κερασάκι του Καλύβα ότι η τρίτη εκατονταετία  θα είναι της «ευτυχίας» (sic!) .  Ας δούμε λοιπόν τι έλεγε ο Βενιζέλος σε δύο λόγους που εκφώνησε την ίδια μέρα στην Τρίπολη, στην ανακομιδή των λειψάνων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.  Θυμίζω ότι η επέτειος είχε αναβληθεί λόγω μικρασιατικής εκστρατείας το 1921, και εορτάστηκε  το 1930.

«Mάθημα υγιούς αισιοδοξίας»

Ο Βενιζέλος χαρακτήριζε τον  πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας   ως «μάθημα υγιούς αισιοδοξίας»,  τονίζοντας ότι η χώρα από το 1830 είχε τριπλασιάσει την έκτασή της, είχε ενδεκαπλασιάσει τον πληθυσμό της και είχε πεντηκονταπλασιάσει τον πλούτον της.    Τώρα, έλεγε, η  Ελλάδα ετερμάτησε τους αγώνες της με τη συμπλήρωση της «εθνικής αποκαταστάσεως». Στον δεύτερον αιώνα της ανεξαρτησίας προσέβλεπε  εις  «στάδιον ειρηνικής προόδου με βήματα μεγάλα και σταθερά», και συμπλήρωνε:  «να καταλάβουμε θέσιν εις την οικογένειαν των πεπολιτισμένων εθνών, θέσιν ανάλογον του μεγάλου παρελθόντος μας». Το επανέλαβε αυτό το σχήμα λέγοντας ότι ο πρώτος αιώνας ήταν ο αιών των πολέμων, ο δε δεύτερος ο αιών της ειρήνης. Ορόσημο ανάμεσα στους δυο,   η  συμφωνία της Λωζάννης του 1923 και η αποκατάσταση  των προσφύγων. Την ιδέα αυτή τη διατύπωσε και ως σύνθημα εθνικής πορείας: «από τον Κολοκοτρώνη στον Παστέρ». (Πηγή: Νεολόγος Πατρών, 13.10.1930).

Δεν μπορούσε βέβαια να γνωρίζει τότε ο Βενιζέλος ότι  ο κυκλώνας του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου θα άρπαζε βίαια τη χώρα  και θα βύθιζε την ελληνική κοινωνία σε μια δεκαετία πολέμων, και σε ό,τι συνεπαγόταν αυτό σε αίμα, καταστροφές και πολιτικά τραύματα.  Ούτε βέβαια  μπορούσε να γνωρίζει πώς θα διαμορφωνόταν ο παγκόσμιος χάρτης του ψυχρού πολέμου, ούτε την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, και τον   επταπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας στα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής  ανόδου. Τότε υπογράμμιζε το κλείσιμο του πολεμικού αιώνα και της Μεγάλης Ιδέας γιατί εργαζόταν για την ελληνοτουρκική προσέγγιση που την θεωρούσε, ευρύτερα, ως ένα άξονα συνεργασίας των δύο χωρών στην Ν.Α. Ευρώπη.   Ούτε μπορούσε να φανταστεί τότε  ότι ναι μεν είχαν οριστικοποιηθεί τα χερσαία σύνορα, αλλά θα άνοιγε μια νέα περίοδος αντιπαραθέσεων και έντασης  για τα  θαλάσσια και υποθαλάσσια σύνορα.    Δεν μπορούσε να τα γνωρίζει αυτά, όπως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα το μέλλον που μας επιφυλάσσεται και τα ιστορικά ενδεχόμενα. Μεγίστη αφέλεια λοιπόν η «ευτυχία» ως η νέα μεγάλη ιδέα» του τρίτου αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, μέσα μάλιστα   από τις διαδοχικές και αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις από το 2010 και έπειτα.  

Κριτική του success story

Ωστόσο μήπως  η παραδοχή του απρόβλεπτου,   που στα χρόνια της πανδημίας αφορά και το άμεσο μέλλον,   σημαίνει   υιοθέτηση παθητικής και μοιρολατρικής στάσης;  Το ελάχιστο που ιστορική εμπειρία μας κάνει να σκεφτούμε είναι, πρώτο,  ότι η εξέλιξη της Ελλάδας εξαρτάται από την εξέλιξη του κόσμου. Από την πρώτη στιγμή δημιουργίας της,  η χώρα, βρέθηκε στις διασταυρούμενες τροχιές   διεθνών   αναταράξεων.    Δεύτερο,   πως η θελημένη ή αθέλητη συμμετοχή της Ελλάδας στις  διεθνείς αναστατώσεις, όπως συνέβη στους δυο παγκοσμίους πολέμους του 20ου αιώνα, προκαλεί εσωτερικούς διχασμούς και εμφυλίους. 

Η θέση πως η χώρα επιλέγει στις παγκόσμιες αναστατώσεις την «σωστή» ιστορική πλευρά είναι προβληματική γιατί προϋποθέτει μια τελεολογία της ιστορίας, την  υποστασιοποιεί   ως μια πορεία του κόσμου στην οποία άλλοι συμμετέχουν με τη ‘σωστή’ πλευρά που προώρισται να νικήσει και άλλοι με την ‘λάθος’ που προώρισται να χάσει. Δημιουργεί μια αντίληψη ιστορικού πεπρωμένου. Βλέπει την ιστορική εξέλιξη μέσα από τα γυαλιά της επιτυχίας και της αποτυχίας. Ως μια μονογραμμική πορεία, ως βήματα μπρος – πίσω. Πάνω σ’ αυτήν βασίζεται και το success story της Ελλάδας.

Ωστόσο  είναι θεμιτό  να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία μέσα από τη διάκριση επιτυχίας-αποτυχίας;  Με τον τρόπο αυτό αντιλαμβανόταν την ιστορία ο κοινωνικός δαρβινισμός, κατά τον οποίο, οι αποτυχημένες φυλές υποτάσσονταν και οι επιτυχημένες κυριαρχούσαν. Μπορούμε να θεωρούμε τα έθνη ως προσωπικότητες που είναι αποκλειστικά υπεύθυνες της μοίρας τους; Πώς λ.χ. θα χαρακτηρίζαμε την Γερμανία επί Χίτλερ, όταν ανέκαμψε από την κρίση μετά το 1933; Πετυχημένη ή αποτυχημένη; Και πώς θα χαρακτηρίζαμε τις ΗΠΑ της εποχής του Τραμπ, ή την Βρετανία του Brexit; Πετυχημένες ή αποτυχημένες χώρες; Αν   για τους ανθρώπους που έχουν βιολογικό τέλος  ισχύει το «μηδένα προ  του τέλους μακάριζε» του Σόλωνα, το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγω,  και για τα έθνη που δεν έχουν ορατό τέλος ύπαρξης . Η ιστορία χωρίς ενδεχομενικότητα  υπάρχει μόνο στη θεολογική σκέψη.  Και βέβαια το επιχείρημα είναι αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης. Πώς θα βγει κανείς στον κόσμο να διακηρύξει την Ελλάδα ως success story;  Με εξαιρέσεις χωρών που έχουν διαλυθεί από πολέμους και βρίσκονται σε εμφύλιο, όλες οι χώρες του πλανήτη  πολλαπλασίασαν τον πληθυσμό τους και τον πλούτο τους.

Πού βρίσκεται τώρα η Ελλάδα;

 Ας δούμε όμως πού βρίσκεται συγκριτικά η Ελλάδα.  Στο τέλος της περιόδου έντονης ανάπτυξης, δηλαδή στα 1970, βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στην πρώτη ζώνη των πιο ανεπτυγμένων χωρών, η οποίας   περιλάμβανε  τη βόρεια Αμερική,   τη   δυτική  Ευρώπη,  και την  Ιαπωνία και   Αυστραλία, και στη δεύτερη ζώνη των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, που περιλαμβάνει ενδεικτικά   Ισπανία,   Πορτογαλία,   Ισραήλ κ.ά. Τα επόμενα τριάντα χρόνια σταθεροποιείται σε αυτή τη δεύτερη ζώνη. Προς το τέλος   της δεκαετίας του 2000 και πριν από την κρίση, η Ελλάδα περνά στο όριο ανάμεσα στη δεύτερη ζώνη και στην τρίτη ζώνη ανάπτυξης, η οποία περιλαμβάνει χώρες όπως οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες της κεντρικής ανατολικής Ευρώπης και   Τουρκία,   Μεξικό και   Αργεντινή. Κατά τη διάρκεια της κρίσης σταθεροποιείται σε αυτή την τρίτη ζώνη. Και οι τρεις ζώνες παρουσιάζουν μακροχρονίως ανοδική πορεία, αλλά οι ανακατατάξεις ανάμεσά τους δείχνουν τη συγκριτική πορεία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι τελευταίες στατιστικές αποτιμήσεις σε μια σειρά από δείκτες φέρνουν την Ελλάδα ξανά πίσω στη γειτονιά της, μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, στις 4-5 τελευταίες θέσεις της Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε επίσης ότι ο   πληθυσμός της χώρας μειώνεται σταθερά  από το 2010.[1]

Δεν υπάρχει επομένως μια ευθύγραμμη πορεία ανάπτυξης. Και το ζήτημα δεν είναι να κυριαρχήσουμε αυξάνοντας την απόσταση από τους γείτονές μας.  Σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση μια πραγματικότητα, επομένως ζητούμενο είναι η ισόρροπη συνολική ανάπτυξη  και η ευρωπαϊκή  ολοκλήρωση.

 Τι να κάνουμε;

Απέναντι στην ιστορική ενδεχομενικότητα και την αβεβαιότητα του μέλλοντος υπάρχουν κάποιες σταθερές;  Θα τις συνοψίσω σε τρεις.

Α. Παιδεία, όχι η χρησιμοθηρική αλλά η μακροπρόθεσμα και βαθειά ανθρωπιστική. Εκείνη που δημιουργεί προσωπικότητες με ολοκληρωμένη αντίληψη, λογικά συγκροτημένες,  κριτικές, δημιουργικές,  δημοκρατικούς πολίτες με αξίες και σεβασμό των δικαιωμάτων.  Αντί λ.χ. να αποκλείουμε από τη  τριτοβάθμια εκπαίδευση  25000 παιδιά επειδή βρίσκονται κάτω από τη βάση, να εξετάσουμε πώς θα τα συμπεριλάβουμε για να  γεφυρώσουμε το χάσμα για τη συνολική βελτίωση και την ριζική μεταρρύθμιση της μάθησης.  Η παιδεία θα δημιουργήσει ανθεκτικούς πολίτες σε όλες τις αναπάντεχες αναποδιές. 

Β. Περιβάλλον. Πέραν από το γεγονός ότι η περιβαλλοντική κρίση είναι η κοινή μοίρα και της Ελλάδας και του πλανήτη,  η χώρα  αυτή υπέστη απίστευτες περιβαλλοντικές καταστροφές στην πορεία της ανάπτυξης, οι οποίες συνεχίζονται τώρα ακόμη και στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης.   «Το περιβάλλον και τα μάτια μας» είναι όρος της μελλοντικής αναπνοής μας, αλλά και ο χώρος ως στοιχείο  της εθνικής ταυτότητας.   

Γ. Ανισότητες.     Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις ανισότητες. Ανήκει στις 5 χώρες που το 40% του πληθυσμού έχει το μικρότερο εισόδημα και   το 10% του πληθυσμού έχει το υψηλότερο εισόδημα. Και στα δυο αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Έχει μαζί με Βουλγαρία και Ρουμανία   τον υψηλότερο πληθυσμό σε κίνδυνο φτώχειας  (32,8%), τη μεγαλύτερη ανεργία μεταξύ των νέων, είναι πρώτη σε αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη,  από τις πρώτες στον κόσμο, και τρίτη  από το τέλος στην ελευθερία του τύπου.    Πώς μπορεί να πορευτεί στο μέλλον, πώς μπορεί να είναι ανθεκτική ως χώρα και να μην τυλιχτεί σε νέους διχασμούς σε αναπάντεχες κρίσεις, πώς μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους για τη δημοκρατία αν δεν φροντίσει για την κοινωνική συνοχή, για τη μείωση των ανισοτήτων;  

 Αντί του ψεύτικου success story λοιπόν,  ιστορική περίσκεψη για το πώς θα πορευτεί η Ελλάδα στην αχαρτογράφητη  τρίτη εκατονταετία της.

Εφημερίδα των Συντακτών 27.3.2021


[1] Αλέξης Φραγκιάδης ,    (https://www.academia.edu/40647962/The_Greek_crisis_and_the_need_to_incorporate_geographical_historical_social_and_political_factors_in_economic_models ).

January 16, 2021

1821-2021: Αναζητώντας τη συνειδησιακή ενδοχώρα

Αντώνης Λιάκος

Ας δούμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση ως ένα εφαλτήριο για να ανοίξουμε τον ορίζοντά μας και να ξαναδούμε τον συλλογικό μας εαυτό.   

Πριν από την κρίση, στην ευφορία του ευρώ, των Ολυμπιακών και της ευμάρειας, η αναζήτηση μιας καινούργιας ταυτότητας  προσανατολιζόταν σε ένα αυτοεγκωμιαστικό αφήγημα: Η Ελλάδα, από   επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατέληξε στον σκληρό πυρήνα των ευρωπαϊκών χωρών. Στην κρίση το αφήγημα   αντιστράφηκε. Η ιστορία της Ελλάδας θεωρήθηκε   κακέκτυπο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι κλεφταρματολοί από ήρωες συμβόλισαν την προπατορική ανομία των Ελλήνων. Το μνημονιακό και το αντιμνημονιακό στρατόπεδο προβλήθηκε αναδρομικά στο ίδιο το ‘21.  Τώρα, σε κλίμα τεχνητής ευφορίας,   προβάλλεται αυτάρεσκα ότι η  Ελλάδα περνώντας μέσα από διαδοχικές καταστροφές,   τελικά τα κατάφερε. Πρόκειται για μια ηθικολογικού τύπου ιστορία, όπου οι ιστορικοί μιλούν ως μετωνυμία του έθνους.   Η ιστορία   περιορίζεται στην   ιστορία της εξουσίας, των ηγεσιών, με μέτρο την επιτυχία και την αποτυχία. Πρέπει να διασωθεί όμως η ιστορία από την τελεολογία του έθνους. Η ιστορία δεν είναι ασπρόμαυρη ούτε γραμμική. Είναι πολύχρωμη, πολυσχιδής, πολυδιάστατη, με λεπτές  αποχρώσεις και απροσδιόριστο μέλλον.   

Τα προηγούμενα ιωβηλαία

  • Η  επέτειος της πρώτης πεντηκονταετίας (1871) ολοκλήρωσε την όσμωση ανάμεσα στις διαφορετικές και αντιτιθέμενες πλευρές της Επανάστασης. Κόσμοι διαφορετικοί που συγκρούστηκαν σκληρά μεταξύ τους, με σύμβολα τον Πατριάρχη  Γρηγόριο Ε’ και τον Ρήγα, τον Κοραή  και τον Καποδίστρια, γεφυρώθηκαν,  όπως στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών,   για να δημιουργήσουν την ελληνική εθνική συνείδηση. Κατόρθωμα δυσκολότερο του να συνταιριάξεις κομμουνιστές και εθνικόφρονες της κατοχής και του εμφυλίου.
  • Η   εκατονταετηρίδα (1921), που λόγω πολέμου απλώθηκε ως το 1930, είχε προετοιμαστεί συστηματικά με πλήθος δράσεων από όλους τους θεσμικούς φορείς. Ωστόσο,   αυτό που τη σημάδεψε ήταν ένα μικρό απρόβλεπτο  βιβλίο: Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 του Γιάννη Κορδάτου (1924). Βάζοντας στη συζήτηση τις κοινωνικές αιτίες της Επανάστασης,   δυναμίτισε την πνευματική ζωή της χώρας για δεκαετίες και άνοιξε δρόμους, γονιμοποίησε   την εθνική συνείδηση, και τοποθέτησε την επανάσταση στην γενεαλογία της ελληνικής αριστεράς.  
  • Στα 150  χρόνια (1971) αναφερόμαστε ως καρικατούρα. Κιτς εορτασμοί της χούντας. Εντούτοις, την ίδια περίοδο το εκδοτικό πρόγραμμα των Κ.Θ. Δημαρά, Ν. Σβορώνου και των συν αυτοίς, αναδεικνύει το φαινόμενο «Ελληνικός Διαφωτισμός» και συνδέει την Επανάσταση με την Ευρώπη, με τον διανοητικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό. Δημιουργείται ένα σώμα γνώσης που αλλάζει την κοινή αντίληψη.    Παράλληλα, στη λαϊκή κουλτούρα, στο θέατρο, την ποίηση και την μουσική, το 1821 προσλαμβάνεται  μέσα από ένα διάχυτο  Μακρυγιανισμό  που συνυφάνθηκε με το δημοκρατικό πνεύμα και την   κουλτούρα της Μεταπολίτευσης. 

Και σήμερα; Πέραν των επίσημων εορτασμών, τι χρειάζεται να σκεφτούμε και να κουβεντιάσουμε;

Η ευρωπαϊκή ανάδυση του Ελληνισμού  

Η ανάδυση της νεώτερης Ελλάδας υπήρξε ένα από τα κεντρικά γεγονότα στην  ανάδυση του νεωτερικού κόσμου και στην επανεμφάνιση της έννοιας της πολιτικής μετά τον διαχωρισμό θρησκευτικής και κοσμικής εξουσίας. Οι Έλληνες,  πριν ακόμα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους,   διέθεταν ήδη  υψηλή αναγνωρισιμότητα και πολιτισμικό διαβατήριο.   Η Ελλάδα σημειωνόταν στους χάρτες της εποχής πριν ακόμη γίνει κράτος. Αυτή όμως ήταν μια Ελλάδα   ανεξάρτητη από τους Έλληνες και συχνά χωρίς αυτούς.  Ήταν η Ελλάδα  των Βίνκελμαν και   Γκαίτε, των Μπάυρον και   Σέλλευ,  η Ελλάδα που οι άποικοι της Αμερικής κουβαλούσαν στις βαλίτσες τους για να συγκροτήσουν την  ευρωπαϊκότητα τους, η Ελλάδα μέρος της αποικιακής  αποστολής εκπολιτισμού των ιθαγενών, αλλά και η Ελλάδα ως αντι-αποικιακός ρεπουμπλικανισμός,  εν τέλει η Ελλάδα που επιβλήθηκε και στους ίδιους τους Έλληνες. Μια πολύμορφη, πολυσήμαντη και διάχυτη στον κόσμο Ελλάδα.

Ο Φιλελληνισμός υπήρξε κοινό  δημιούργημα αυτής της «ελληνολατρίας» και της αντίδρασης στην   Παλινόρθωση. Εκφράστηκε μέσα από ένα ευρύ  φάσμα διαφορετικών  πολιτικών, από τους Άγγλους ριζοσπάστες ως τον  Ρωσικό  ηγεμονικό διαφωτισμό.    Το ελληνικό κράτος είχε προοιωνιστεί πριν ακόμη πραγματοποιηθεί. Τα σχέδια του ηγετικού πυρήνα των Βαυαρών που συνόδευαν τον Οθωνα και ανέλαβαν το πρακτικό έργο της  οργάνωσής του κράτους,   η αλληλογραφία των ευρωπαίων πολιτικών στοχαστών με τον Κοραή, το ενδιαφέρον των ουτοπιστών μεταρρυθμιστών της εποχής (σαινσιμονιστών),      δείχνουν ότι το ελληνικό κράτος είχε υπάρξει νοερά πριν υπάρξει πραγματικά, ως     μια   ουτοπία της νεωτερικότητας, με όλες τις αναγκαίες αποχρώσεις. Οι προθέσεις όμως δεν αποτυπώθηκαν στην πραγματικότητα. Η ανεξαρτησία του εθνικού κράτους, ως   μορφής κοινωνικής αυτονομίας, υπέστη διαδοχικές διαψεύσεις και ακυρώσεις.  Η εθνική κυριαρχία αποδείχτηκε σχετική έννοια.

Η παγκοσμιότητα της ελληνικής επανάστασης  

Η επανάσταση του 1821 συνέβη σε μια εποχή που η ιστορία στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο  άλλαζε σελίδα. Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι κλόνισαν   το κρατικό σύστημα της Ευρώπης, τόσο ως προς τον   συσχετισμό δυνάμεων   όσο επίσης και ως προς την εσωτερική υφή των κρατών.  Κάθε είδους κοινότητες και τοπικές εξουσίες ζήτησαν και διεκδίκησαν ανακατανομή της ισχύος και της κυριαρχίας, σχεδόν παντού στην μεσογειακή  Ευρώπη.      

Η επιτυχία της ελληνικής επανάστασης οφείλεται   στο γεγονός ότι βρέθηκε ακριβώς στο σημείο και στη στιγμή της μεταβολής αυτών των διεθνών και ενδοκρατικών συσχετισμών.    Γι’ αυτό και  η παγκόσμια απήχησή της.   Οι   Έλληνες  έγιναν δημοφιλείς γιατί ανέβηκαν στην σκηνή ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε η αυλαία ενός καινούργιου κόσμου.  Επομένως είτε ως είδηση, ως θέαμα και μήνυμα, είτε ως πραγματικότητα που άλλαζε το μαγνητικό πεδίο της πολιτικής ανάμεσα στα κράτη, και ανάμεσα στα κράτη  και τους υπηκόους τους, έγιναν δομικό στοιχείο της ιστορικής μεταβολής, της δημιουργίας  μιας καινούργιας φάσης στην  ιστορία του κόσμου. 

 Στα οθωμανικά της συμφραζόμενα η ελληνική επανάσταση έδειξε τη βαθειά διαφοροποίηση στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας.  Οι πρώην  ραγιάδες μιλούσαν μια πολιτική γλώσσα που δεν καταλάβαιναν οι Οθωμανοί. Δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την επικράτειά τους.  Χρειάζονταν  βαθιές μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα της εξουσίας τους. Πράγματι, το πρώτο κύμα   οθωμανικών μεταρρυθμίσεων ακολούθησε το 1830.  Όσο όμως μεταρρυθμιζόταν η   αυτοκρατορία, τόσο  ενθάρρυνε τους βαλκανικούς λαούς να διεκδικήσουν την αυτονομία τους.  Η ελληνική επανάσταση δημιούργησε στον βαλκανικό περίγυρο ένα ιστορικό προηγούμενο, στο οποίο όλα τα βαλκανικά έθνη,  και το τουρκικό, θα προσανατολίζονταν, ακόμη κι αν στρέφονταν εναντίον των ίδιων των εμπνευστών τους.

Απήχηση πέραν των ωκεανών

Στις  ΗΠΑ, που τον καιρό της ελληνικής επανάστασης ήταν υπό διαμόρφωση,   οι αναγνώσεις της ελληνικής επανάστασης ήταν πολλαπλές. Ο Αγώνας διαβάστηκε μέσω της ουμανιστικής παράδοσης αλλά και ως δοκιμασία των συναισθημάτων αλληλεγγύης και ελευθερίας. Αν εκδηλώνουμε την αλληλεγγύη μας στους Έλληνες σκλάβους, γιατί όχι και στους μαύρους σκλάβους του αμερικάνικου Νότου; Το φιλελληνικό κίνημα εξελίχθηκε σε κίνημα κατάργησης της δουλείας στο Νότο, αλλά και σε πύλη μέσω της οποίας οι γυναίκες, που στελέχωναν τις   επιτροπές αλληλεγγύης,  εισήλθαν στον δημόσιο χώρο. 

Στη Νότια Αμερική, οι εξελίξεις   ήταν ομόλογες εκείνων που προκάλεσαν την Επανάσταση στην Ελλάδα, γι αυτό και τα κράτη της είναι συνομήλικα του ελληνικού. Αυτή η αντιστοίχηση δεν είχε διαφύγει από τους πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης.  Οι δυο αντίπαλες αυτοκρατορίες που όριζαν τις τύχες της Μεσογείου επί αιώνες, δηλαδή η Οθωμανική και η Ισπανική, κλονίστηκαν από τους ναπολεόντειους πολέμους, αφήνοντας ζωτικό χώρο για τη διεκδίκηση αυτονομιών, και στην Λατινική Αμερική και στα Βαλκάνια. 

Η ιστορία όμως δεν είναι ποτέ ευθύγραμμη. Στην Ινδία, οι φιλελεύθεροι Βραχμάνοι ήταν αμφίθυμοι  προς την ελληνική επανάσταση. Τους συγκινούσε το φιλελεύθερο μήνυμα της, αλλά  η Επανάσταση θεωρήθηκε ως επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων   σε μια ασιατική αυτοκρατορία. Η υπεράσπιση των ασιατικών αυτοκρατοριών απέναντι στην ευρωπαϊκή επέμβαση  δημιούργησε  έναν κοινό  τόπο  ανάμεσα    σε πολιτικοποιημένους διανοούμενους της Ινδίας, του Ιράν, της Αιγύπτου, αλλά  και  της Κίνας. Αυτό ήταν και το βασικό δίλημμα με το οποίο αντιμετωπίζονταν τα ευρωπαϊκά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ασία.

Η αναγνώριση     του διεθνούς πεδίου που δημιούργησε την  Ελλάδα   είναι    αναγκαίο αντίδοτο   στον στενό ορίζοντα της πολιτικής, στο να βλέπουμε τον εαυτό μας ως τους εκλεκτούς του κόσμου ή τα αιώνια θύματα. Είναι αντίδοτο στον   μικρομεγαλισμό της  Ελλάδας – «λίκνο της δημοκρατίας», αλλά και στην αντίληψη της Ελλάδας ως αποικιακού σχεδίου.      Η Ελλάδα είναι ανοιχτή στον κόσμο. Μοιάζει με σφουγγάρι που εισπνέει και εκπνέει  πληθυσμούς, ιδέες, στοιχεία υλικά και άυλα, που γίνεται η ίδια τραγωδία και συμμετέχει στις τραγωδίες των άλλων.  Δεν μπορείς να την κλείσεις σε ένα αυτάρεσκο αφήγημα.

Πού να επικεντρωθούμε;

Δυο αιώνες μετά την Επανάσταση η Ελλάδα δοκιμάζεται από διαδοχικές   και επικαλυπτόμενες  κρίσεις. Οικονομική κρίση-πανδημία-οικονομική κρίση.   Η παράλληλη δημογραφική κρίση   γήρανσης του πληθυσμού και   νεανικής μετανάστευσης αντικρίζεται με μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ελλάδα και διαδοχικές προσφυγικές κρίσεις. Απειλητική σκιά στο βάθος   η περιβαλλοντική κρίση. Το ερώτημα είναι: πώς αντιμετωπίζονται οι αλλεπάλληλες κρίσεις;  Πώς εγγράφονται αυτές στη συλλογική συνείδηση, αλλά και με ποια συνειδησιακά αποθέματα θα τις αντέξουμε;  Πώς θα διαφυλάξουμε το  δημοκρατικό της ήθος στους μεγάλους και βίαιους   κλυδωνισμούς;  Η Επανάσταση και οι δυο αιώνες   ελληνικής ιστορίας, δημιούργησαν   ένα πολιτισμικό   κεφάλαιο, αξίες,  ιδέες, στάσεις, συμπεριφορές, πάνω στις οποίες  μπορεί να βασιστεί η ελληνική κοινωνία;  

Η προοπτική της προόδου που δημιουργούσε μια αίσθηση βεβαιότητας δεν υπάρχει πλέον.  Το μέλλον είναι τυλιγμένο με φόβο και ανησυχία. Η   αβεβαιότητα  έχει εγκατασταθεί σταθερά  στις κοινωνίες και στην ψυχή των ανθρώπων. Μπορεί επομένως η ιστορία, να προσφέρει μια χειρολαβή βεβαιότητας;   Ας μην αναζητήσουμε μαθήματα ιστορίας, ηθικές επιταγές ή συναισθηματική τόνωση.  Είναι η διανοητική παράδοση μιας κοινωνίας  εκείνη που επεξεργάζεται κριτικά την ιστορική εμπειρία της.  Η απάντηση στην αβεβαιότητα δεν είναι ο εφησυχασμός αλλά το φιλέρευνο πνεύμα, τα καινούργια ερωτήματα, η  ανοιχτή επανανάγνωση    της ιστορικής πορείας.

Και η Αριστερά;   Από τον   Σκληρό και τον Κορδάτο έως τον     Ασδραχά και τον  Ηλιού, η πολιτική της ήταν συνυφασμένη με τις απόψεις της για την επανάσταση του 1821.  Η σύγχρονη Αριστερά όμως; Μήπως απομακρυνόμαστε και αδιαφορούμε  για εκείνη την παράδοση. Πώς θα εντάξουμε την επέτειο στο σκεπτικό μας; Αν αδιαφορεί κανείς για τη σύζευξη του μέλλοντος με το παρελθόν της Ελλάδας στενεύει τον ιστορικό ορίζοντα με αποτέλεσμα να στενεύει  και ο πολιτικός.

Αυγή 3.1.2021

January 16, 2021

11 Αντιοξειδωτικές Θέσεις

Αντώνης Λιάκος

11 Αντιοξειδωτικές Θέσεις

Θέση 1. Η Ιδεολογία. Έδωσε πνοή και προοπτική στην πολιτική, όπως την αντιλαμβανόταν ο Μακιαβέλι, ως τέχνη του κυβερνάν (και ως εκ τούτου του αντιπολιτεύεσθαι). Στον Μαρξ, ιδεολογία είναι η ψευδής συνείδηση. Στον Λένιν κάθε τάξη έχει την ιδεολογία της.  Ο Γκράμσι θέτει το πρόβλημα της ιδεολογίας με όρους ηγεμονίας. Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε σήμερα για ιδεολογία χωρίς να αναφερθούμε στις πολιτισμικές της διαστάσεις, δηλαδή στον τρόπο ζωής, στις αναπαραστάσεις,  στις λογοθετικές πρακτικές (discursive practices) και στις ταυτότητες  που διαμορφώνουν τρόπους αντίληψης των πραγμάτων, και επομένως τρόπους αντίληψης του κόσμου και του δέοντος. Η ιδεολογία δεν έρχεται απέξω ως επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος.  

Θέση 2. Ο καπιταλισμός. Κεντρική αναφορά στην Αριστερά.  Συγχέεται όμως συχνά η θεωρητική με την ιστορική αντίληψή του. Ο καπιταλισμός όπως τον παρουσιάζει η θεωρία, ως ένα σύστημα, ως εννοιολογικό εργαλείο ανάλυσης,  και ο καπιταλισμός ως ιστορική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε επί αιώνες, που αναδύθηκε από τους πόρους διαφορετικών κοινωνιών και συγκροτήθηκε μέσα από τους δαιδάλους της ιστορίας σε μορφές κοινωνικής συμβίωσης και στον πολύμορφο  σύγχρονο πολιτισμό, δεν ταυτίζονται. Όπως δεν ταυτίζεται η γραμματική με τη γλώσσα. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας  η διαφορά ανάμεσα σε έναν τρόπο συνάρθρωσης οικονομίας και κοινωνίας βάθους αιώνων, και στη λογική λειτουργίας της οικονομίας.   Χωρίς ιστορική γείωση, η  «αντικαπιταλιστική λογική» μοιάζει με προβολή στο σπήλαιο του Πλάτωνα. Επί πλέον χάνεται από τον ορίζοντα η κλίμακα των ανισοτήτων και το μέγεθος των μεταβολών από τον συνδυασμό της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της platform economy.

Θέση 3. Η κρίση. Με τη φράση «Η κρίση του Κορωναιού εξελίσσεται σε μείζονα καπιταλιστική κρίση» αρχίζει η τελευταία απόφαση του Π.Σ. Αλήθεια, τι σημαίνει αυτή η φράση; Ότι δεν μπορεί να αναπαραχθεί πλέον ο καπιταλισμός; Ότι καταρρέει;   Ή μήπως ότι  μεταπλάθεται και επεκτείνεται μέσα από διαδικασίες που εμπεριέχουν καταστροφές; Μα αυτό δεν είναι ο ιστορικός καπιταλισμός; Εδώ και 100 χρόνια η Αριστερά μιλά για κρίση του καπιταλισμού. Ας θυμηθούμε: Ι.Β.Λένιν: Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (1916). Εκτοτε ονομάστηκε μονοπωλιακός και κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός,   ύστερος καπιταλισμός,  νεοφιλελεύθερος  καπιταλισμός,   παγκοσμιοποίημένος καπιταλισμός,    ολοκληρωτικός καπιταλισμός, ασιατικός καπιταλισμός, πράσινος καπιταλισμός και εσχάτως   καπιταλισμός  της πλατφόρμας (platform capitalism) κλπ.  Η αλήθεια είναι ότι καπιταλισμός χωρίς κρίσεις δεν γίνεται, αλλά οι κρίσεις σημαίνουν μετασχηματισμό. Μερικές φορές αυτός ο μετασχηματισμός εμπεριέχει ένα συμβιβασμό με τις δυνάμεις της οργανωμένης εργασίας (εποχή του κράτους  πρόνοιας), και άλλες όχι. Μερικές φορές χρειάζεται το προστατευτικό κρατικό κέλυφος, και άλλες το ξεφορτώνεται ή το χρησιμοποιεί εργαλειακά. Η πολυχρησία πάντως της «καπιταλιστικής κρίσης» την αδειάζει από νόημα.

Θέση 4. Τελεολογία.  Είναι ο σοσιαλισμός το μέλλον του καπιταλισμού ή το παρελθόν του; Έως το 1989   η γενική αντίληψη ήταν ότι εκφράζει το μέλλον. Αν δούμε όμως σήμερα, μετά 30 χρόνια, την πορεία των κοινωνιών με την οπτική της μακροϊστορίας, τότε ο σοσιαλισμός φαίνεται πως ήρθε σαν απάντηση, σαν άμυνα των κοινωνιών απέναντι στον ελαύνοντα καπιταλισμό. Ακόμη περισσότερο ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το κινέζικο παράδειγμα της εκτόξευσης του καπιταλισμού μέσα από ένα κομμουνιστικό  πλαίσιο ανατρέπει την τελεολογία της θεώρησης του κόσμου ως μια διαδοχή φεουδαρχίας-καπιταλισμού-σοσιαλισμού. Δεν προκύπτει ο σοσιαλισμός νομοτελειακά από τον καπιταλισμό. Τι μας έρχεται, πώς θα μετασχηματιστεί ιστορικά ο καπιταλισμός, είναι ανοιχτό πρόβλημα.   

Θέση 5. Κομμουνισμός-σοσιαλισμός.  Τα φαντάσματα του κομμουνισμού δεν καταδιώκουν μόνο τη  δεξιά, αλλά και την αριστερά. Ποιο σοσιαλισμό, και ποια κομμουνιστική ανανέωση μπορεί να επαγγέλλεται κανείς;  Μπορεί να κάνει ένα άλμα από το σήμερα στις σοσιαλιστικές  προσδοκίες του 19ου αιώνα, παρακάμπτοντας τον 20ο αιώνα όπου οι ουτοπίες μετατράπηκαν ακαριαία σε δυστοπίες;   Να επικαλεστεί τη σοβιετική ιστορία σε ποια φάση της; Να επικαλεστεί την κινέζικη ιστορία, επίσης σε ποιες από τις κληρονομιές της, μερικές από τις οποίες είναι ακόμη εν ισχύ; Όπως δεν πρέπει να καταδικάζουμε τον σοσιαλισμό ερήμην της ιστορίας και των συνθηκών κάθε εποχής, έτσι δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε και να επικαλούμαστε τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, αφαιρώντας τον από τις ιστορικές του διαστάσεις. 

Θέση 6. Σοσιαλδημοκρατία και εκσυγχρονισμός. Γιατί η σοσιαλδημοκρατία κατέληξε  στην αποδοχή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης; Αν δεν καταλάβουμε την εσωτερική λογική αυτού του μετασχηματισμού, που επαναλαμβάνεται   σε κάθε απόπειρα να διαχειριστεί κανείς την οικονομία και τα κοινωνικά προβλήματα στο ήδη διαμορφωμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο, δεν θα καταλάβουμε   ούτε τη δυναμική της κυβερνητικής εμπειρίας του 2015-2019.   Ποιες είναι σήμερα οι δυνατότητες και τα όρια των μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις;   Αυτό το ερώτημα πρέπει να αντιμετωπίσουμε χωρίς υπεκφυγές.   Ο Σύριζα κυβέρνησε και αυτό έχει εγγραφεί αμετάκλητα στον πυρήνα του. Αν το  ακυρώσει δια της επιστροφής σε κάποιο φαντασιακό κινηματικό παρελθόν,  καταστρέφεται και ο ίδιος. Οφείλει να διαχειριστεί τις αντιφάσεις του αναδεικνύοντας δυνατότητες όπως η υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος, των εργασιακών δικαιωμάτων, της πρώτης κατοικίας κλπ.

Θέση 7. Ριζοσπαστισμός. Που κατοικεί; Όπως και με την έννοια «κρίση», η κατάχρηση έχει αδειάσει από περιεχόμενο   τον όρο «ριζοσπαστισμός». Πολλά αστικά κόμματα χαρακτηρίζονταν Radical, ακόμη και η ΕΡΕ αναπροσδιοριζόταν ως «ριζοσπαστική».   Σήμερα ποιοι επιδιώκουν μεγάλες αλλαγές;  Δεν είναι ο Σύριζα αλλά η ΝΔ  που προτείνει μια συνολική αναδόμηση της κοινωνίας. Στην σχέση κοινωνίας-αγοράς, αντί η κοινωνία να είναι η σταθερά και η αγορά η μεταβλητή, γίνεται  η αγορά   σταθερά και μεταβλητή   η κοινωνία. Δηλαδή αντί την κοινωνία να την εξυπηρετεί η αγορά, τελικά η κοινωνία προσαρμόζεται στις ανάγκες της αγοράς. Η Αριστερά παίζει άμυνα, ενώ η Δεξιά επιτίθεται. Την ατζέντα των αλλαγών δεν την καθορίζει η εγχώρια ή η ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά  ο εγχώριος ή ο ευρωπαϊκός αστικός συνασπισμός.  Όχι μόνο στα οικονομικά ζητήματα και στην εργασία αλλά και στον πολιτισμό και στην εκπαίδευση.

Θέση 8. Υπεράσπιση.  Επομέμνως, δεν είναι κακό, η Αριστερά  να  αναγνωρίσει και να διακηρύξει αυτό που κάνει. Την άμυνα της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Ποτέ στην ιστορία οι λαϊκές τάξεις (subaltern classes) δεν βρέθηκαν σε ευνοϊκότερο συσχετισμό δυνάμεων τόσο ως προς τη διανομή αγαθών, όσο και ως προς την αναγνώριση της αξιοπρέπειάς τους, όσο στην εποχή του συνδυασμού δημοκρατίας-ανάπτυξης-κοινωνικού κράτους. Δηλαδή στη μακρά μεταπολεμική εποχή στη δυτική Ευρώπη-και από τα μέσα της δεκαετίας του ’70,  στη Νότια Ευρώπη. Μια εποχή συμβιβασμού ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και του κεφαλαίου. Και στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αλλά για να συντηρήσεις την ουσία ενός ευνοϊκού και επωφελούς ταξικού  συμβιβασμού, χρειάζεται να αλλάξεις πολλά πράγματα. Και βέβαια οι εξελίξεις αφήνουν ένα συνεχώς αυξανόμενο μέρος, τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, εκτός του συμβιβασμού, βορρά στην άγρια εκμετάλλευση ή στην ανεργία.

Θέση 9. Η κλίμακα των προβλημάτων. Πώς αντιμετωπίζονται οι μεγάλες κρίσεις όπως η περιβαλλοντική κρίση, ο παγκόσμιος υπερπληθυσμός, τα μεταναστευτικά ρεύματα, οι  πανδημίες; Να πεις ότι   οφείλονται στον καπιταλισμό, είναι σαν να λες ότι οφείλονται στην ιστορία.  Η κλίμακα αλλάζει τις διαστάσεις του πολιτικού και απαιτεί μια εκ νέου εννοιολόγηση του. Άλλωστε η Αριστερά, από τον 19ο αιώνα, βασίστηκε σε καινούργια εννοιολόγηση της πολιτικής, η οποία μετά το 1968 ανανεώθηκε από τα νέα κοινωνικά κινήματα. Συχνά αντιπαρατίθεται η «αντίσταση» στην «ανθεκτικότητα» (ικανότητα επιβίωσης). Αλλά στην κλιματική κρίση, στον υπερπληθυσμό και στους μετανάστες σε τί ακριβώς να αντισταθείς; Αντίθετα η στρατηγική της επιβίωσης των πληθυσμών απαιτεί από την Αριστερά   να σκεφτεί με μέτρο την μεγακλίμακα. Οι συνεχείς και επικαλυπτόμενες κρίσεις επιβάλλουν  να ξανασκεφτούμε   το κοινωνικό ζήτημα  με νέους όρους.   Το παράδειγμα αριστερής πολιτικής  του 20ου αιώνα που διαμορφώθηκε από την Επανάσταση του 1917 και την Αντίσταση στο φασισμό 1940-1945 έχει εξαντλήσει τη δυναμική του στον 21ο αιώνα. Το νέο παράδειγμα πολιτικής πρέπει να συγκροτηθεί πάνω στις νέες κρίσεις.     

Θέση 10. Κόμμα. Ο Σύριζα ανάμεσα στον σκαντζόχοιρο και την αλεπού.  Είτε επίκληση ιδεολογίας που χρησιμοποιείται ως περιχαράκωση,  είτε αναζήτηση της ευκαιρίας για νίκη επί των σημείων.  Πολιτικοποίηση και  κομματικοποίηση δεν συμβαδίζουν πάντα. Στην Ελλάδα η κομματική στράτευση παρήκμασε ήδη πριν τη δεκαετία του 90. Η πολιτικοποίηση της κρίσης ενίσχυσε τη   δυσπιστία  στα κόμματα παρά την αναλαμπή του Σύριζα στα 2012-2015. Η πολιτικοποίηση των νέων ανθρώπων σήμερα δεν απορροφάται και δεν περνάει μέσα  από τα κόμματα, αλλά κατευθύνεται σε   συγκεκριμένα  ζητήματα, όπως λ.χ. το αντιφασιστικό κίνημα, δικαιώματα κλπ, και τρέφεται από πληροφόρηση και αναλύσεις  πολύ καλύτερης ποιότητας από τις κομματικές.   Τα κόμματα συγκεντρώνουν ενδιαφέρον ως εκλογικοί μηχανισμοί, πράγμα πολύ σημαντικό αυτό καθεαυτό, αλλά ως πλατφόρμες που υποβαστάζουν και ενισχύουν διαφορετικά περιβάλλοντα και πρωτοβουλίες δράσης.

 Θέση 11. Η ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ:  το ζήτημα δεν είναι να ερμηνεύσουμε τον κόσμο αλλά να τον αλλάξουμε. Σύμφωνοι, την ανάλυση την οργανώνει η προθετικότητα. Αλλά την δεσμεύει και την περιορίζει επίσης. Δηλαδή, να  αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά ως προς τι, πώς και προς ποια κατεύθυνση αν δεν τον καταλάβουμε, αν συνεχίσουμε να αναπαράγουμε μηχανικά και άκριτα τα στερεότυπα του παρελθόντος, αν συνεχίσουμε να εκφραζόμαστε σε μια οξειδωμένη  γλώσσα;    

Εποχή, 16.1.2021

January 16, 2021

Η Φιλοσοφία της Έκθεσης Πισσαρίδη

Αντώνης Λιάκος

 

« ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει» (Ηράκλειτος )

Την Έκθεση Πισσαρίδη πρέπει να τη δούμε μαζί με άλλα δύο επιτελικά  κείμενα.  Πρώτο, το Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (The Recovery and Resilience Facility) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αναφέρεται στο πώς θα διατεθούν οι πόροι που αποδεσμεύτηκαν για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών χωρών από την πανδημία, και δεύτερο, το ελληνικό  Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας  που εξειδικεύει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα  για  την Ελλάδα. Τα τρία κείμενα συνυφαίνονται, αλλά δεν ταυτίζονται.   

Το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα  έχει τρεις στόχους. Πράσινη ανάπτυξη (όπου θα διατεθεί 40% των πόρων), ψηφιακός μετασχηματισμός (20%)  και ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και περιφερειακής ανθεκτικότητας (υπόλοιπο). Το  Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης χρησιμοποιεί τον καμβά του ευρωπαϊκού σχεδίου, αλλά τον κεντά με νήματα, δηλ. ιδέες, που προέρχονται από την Έκθεση Πισσαρίδη.  Με λίγα λόγια: Το ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης δεν επιδέχεται μία μόνο ανάγνωση. Η ανάγνωση που κάνει η κυβέρνηση εμπεριέχει μια φιλοσοφία, η οποία αποτυπώνεται στο σχέδιο Πισσαρίδη. Ποια είναι η φιλοσοφία αυτή; Ότι η ανάπτυξη θα προέλθει από τη μεγαλύτερη «ευελιξία» της εργασίας, από την εξασφάλιση αθρόας και χωρίς εμπόδια προσφοράς της, και από τη μείωση του μεριδίου της εργασίας επί των κερδών. Ο πυρήνας της έκθεσης βρίσκεται σε μια παράγραφο που δηλώνεται και ως   κύρια προτεραιότητα, επειδή δεν χρειάζεται πόρους:

 «Ως γενική αρχή, δράσεις που καθιστούν την αγορά εργασίας πιο ευέλικτη είναι πιο εύκολα υλοποιήσιμες και αποτελεσματικές αν έχουν προηγηθεί δράσεις που μειώνουν τα εμπόδια εισόδου στις αγορές προϊόντων. Αυτό επειδή o εντονότερος ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων μειώνει τα υπερβολικά κέρδη που κάποιες επιχειρήσεις αποκομίζουν εις βάρος των καταναλωτών και των ενδιάμεσων αγοραστών, αυξάνοντας έτσι την παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονομίας και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Επομένως, ακόμα και αν η ευελιξία στην αγορά εργασίας προκαλέσει προσωρινά μείωση του τμήματος των κερδών που πηγαίνουν στους εργαζόμενους, οι απώλειες αυτές είναι μικρότερες και αντισταθμίζονται από ευκολότερη ανεύρεση εργασίας και υψηλότερες αποδοχές σε μια πιο δυναμική οικονομία» (σ. 241)

Το ευρωπαϊκό σχέδιο μιλά για την ανάγκη αντιμετώπισης των ανισοτήτων. Στην έκθεση   Πισσαρίδη δεν υπάρχει καν η λέξη αυτή. Το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης όμως, εφόσον φιλοδοξεί να υλοποιήσει το ευρωπαϊκό, αναγκαστικά χρειάζεται αντίστοιχο κεφάλαιο, γιατί το ευρωπαϊκό αναφέρεται στη διεύθυνση των ανισοτήτων ως πρόβλημα. Αλλά πώς καταλαβαίνει η έκθεση Πισσαρίδη  την καταπολέμηση των ανισοτήτων; Να διευκολυνθεί η πρόσβαση όλων στην αγορά εργασίας.[1] Εκεί τελειώνει η υποχρέωση απέναντι σε ένα κεφαλαιώδες ζήτημα, τις ανισότητες, το οποίο έρχεται ολοένα και περισσότερο στο κέντρο της επικαιρότητας διεθνώς. 

Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επισημανθεί για τη σχέση ανάμεσα στα τρία κείμενα είναι το εξής: Το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης εκφράζει (χωρίς ρήξεις και διακηρύξεις, διστακτικά και βαθμιαία) μια συνειδητοποίηση (ίσως πρόσκαιρη, ενδεχομένως με προοπτική διάρκειας)  ότι οι μεγάλες απειλές όπως οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή, επειδή  αφορούν πλέον το ανθρώπινο είδος, δεν μπορούν να αφεθούν στην αγορά για να τις διευθετήσει, αλλά χρειάζονται θεσμική και δημόσια αντιμετώπιση. Αντίθετα η Έκθεση Πισσαρίδη επιχειρεί να  υλοποιήσει αυτή την πολιτική με τα εργαλεία της οικονομικής σκέψης της περιόδου πριν από την κρίση  του 2008. Υποστηρίζει δηλαδή  ότι η ανάπτυξη θα προέλθει από την ευελιξία της αγοράς εργασίας, από την περικοπή της φορολογίας και   των δημόσιων δαπανών. 

Επομένως, το ευρωπαϊκό πλαίσιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για την ενίσχυση του δημόσιου τομέα (στην υγεία, στην εκπαίδευση, στις συγκοινωνίες κλπ.) είτε για την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Η ελληνική πρόταση προκρίνει το δεύτερο. Προκρίνει δηλαδή τη διοχέτευση των δημόσιων πόρων στον ιδιωτικό τομέα για την αξιοποίησή τους, και γι’ αυτό αναφέρεται ρητά στη  «χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ως χρηματοδοτικών εργαλείων για ιδιωτικές επενδύσεις».  Το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα αναφέρται στην ανάπτυξη και επέκταση των δημόσιων συγκοινωνιών. Το ελληνικό σχέδιο αδιαφορεί και το παρακάμπτει.

Η έκθεση Πισσαρίδη, αποτελεί, και η ίδια,  ένα διακειμενικό προϊόν στο οποίο αντλεί από τέσσερις  πηγές:  α) κοινοτικά κείμενα  β) επεξεργασίες της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης,   γ) επεξεργασίες του ΙΟΒΕ και της διαΝΕΟσις, δηλ. δυο  think tanks  με σαφές και αναμφισβήτητο ταξικό πρόσημο, και δ) το πρόγραμμα της ΝΔ. H σύνθεση αποτυπώνεται   στον κατάλογο των συγγραφέων ή των πολυάριθμων συμβούλων της Έκθεσης: στελέχη της κυβέρνησης, διαχειριστές hedge funds, εκπρόσωποι βιομηχάνων, πολυάριθμοι καθηγητές νεοκλασικής κατεύθυνσης.  Αποτυπώνεται επίσης και στις υποσημειώσεις της Έκθεσης. Δεν υπάρχει κανένα όνομα εκείνων των οικονομολόγων που τα τελευταία χρόνια διεθνώς αναλύουν την κοινωνική ανισότητα, την φοροδιαφυγή κλπ. Δεν υπάρχει γιατί δεν χωρούν στο θεωρητικό παράδειγμα και στη γλώσσα της Έκθεσης. Γιατί  η γλώσσα αυτή δεν περιγράφει την πραγματικότητα, αλλά ονομάζοντάς την κατασκευάζει πολιτικές συμπεριφορές και νομικές ρυθμίσεις. Η  Έκθεση συγκροτείται γύρω από το δίπολο «αγκυλώσεις»-«προτάσεις», αρρώστια-θεραπεία. Πρόκειται για συνταγές που αντιμετωπίζουν μια αγκυλωμένη κοινωνία. Το φάρμακο είναι ένα και μοναδικό. Ιδιωτική πρωτοβουλία, μείωση των δημοσίων εσόδων, περιορισμός των δημοσίων εξόδων, διοχέτευση των δημοσίων πόρων στους ιδιώτες.   

Η υστέρηση

Κεντρική αφετηρία της Έκθεσης Πισσαρίδη, όπως άλλωστε και των περιοδικών εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορούν την Ελλάδα, είναι η συγκριτική υστέρηση της παραγωγικότητα της χώρας, η ανεπάρκεια των επενδύσεων και η συρρίκνωση της παραγωγής. Οι μεν ευρωπαϊκές εκθέσεις ορίζουν την καθυστέρηση από την είσοδο στην ευρωζώνη (2001), η δε έκθεση Πισσαρίδη από το 1981 έως το 2019. Η περιοδολόγηση Πισσαρίδη έχει σαφή πολιτική στόχευση. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίζεται ως μια νέα εποχή που κλείνει την περίοδο του «λαϊκισμού», από το ΠΑΣΟΚ (1981) έως τον ΣΥΡΙΖΑ (2019).  Βέβαια η περίοδος συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας δεν άρχισε ούτε το 1981 ούτε το 2001. Ήταν μια διαδικασία με διαδοχικά κύματα αποβιομηχάνισης και από-αγροτοποίησης. Η σελίδα, από την εικοσιπενταετή μεταπολεμική περίοδο ανάπτυξης, γυρίζει στα μέσα της  δεκαετίας του 70, και στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Η ελληνική βιομηχανία δεν αντέχει στην άρση του προστατευτικού της κελύφους, στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και στην έκθεσή της στην παγκοσμιοποίηση. Η δεκαετία του ‘80 είναι για την Ελλάδα περίοδος στασιμότητας και αποβιομηχάνισης. Αλλά και στην περίοδο μεγέθυνσης του ΑΕΠ, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 έως το 2008, η ελληνική οικονομία στρέφεται σε βιομηχανίες και δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εσωστρεφείς. Χάνει θέσεις στη διεθνή κατάταξη και πιάνεται στην παγίδα ανάμεσα στις χώρες υψηλής παραγωγικότητας  τις οποίες δεν μπορεί να φτάσει, και στις χώρες χαμηλού κόστους εργασίας, τις οποίες δεν θέλει να μιμηθεί. Η συμμετοχή στην ευρωζώνη δεν της επιτρέπει την υποτίμηση του νομίσματος κι έτσι φθάνει στην κρίση η οποία επιβάλει μια βίαιη εσωτερική υποτίμηση με αποτέλεσμα μια δυσανάλογη συρρίκνωση της οικονομίας στα χρόνια της κρίσης.

Στα χρόνια αυτά υπήρχαν προγράμματα αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από διαδοχικά ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα (ΜΟΠ, ΚΠΣ και ΕΣΠΑ) και διαδοχικές μεταρρυθμίσεις φιλελευθεροποίησης της οικονομίας. Το ρυθμιστικό πλαίσιο που είχε δημιουργηθεί μεταπολεμικά ξηλώθηκε και προσαρμόστηκε στο ευρωπαϊκό έως την είσοδο στην ΟΝΕ.  Εν τούτοις, η Ελλάδα δεν ανέκοψε τη συγκριτική απώλεια παραγωγικότητας.  Γιατί; Εδώ δεν θα βρούμε απάντηση στην Έκθεση. Γιατί η Έκθεση δεν βασίζεται στην ιστορία,  αλλά σε διεθνείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες μπορούν να γίνουν περισσότερο καπιταλιστικές, που θα σαρωθούν και τα τελευταία εμπόδια για το άνοιγμα τους στις αγορές. Είναι μια οικονομική συνταγή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Ταϋλάνδη έως τη Λετονία.

Ανιστορικότητα

Η ανιστορικότητα της έκθεσης αποτυπώνεται στον τρόπο που αντιμετωπίζει την κρίση και τη μνημονιακή περίοδο (2010-2018). Δεν θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Γιατί η κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των προηγούμενων συσσωρευμένων αιτιών αλλά και  της  βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης που επέβαλαν τα Μνημόνια. Συρρίκνωση κατά 25% του ΑΕΠ και των παραγωγικών δραστηριοτήτων της χώρας, είναι  συγκρίσιμη μόνο με περιόδους πολέμου,  γεγονός που ανάγκασε ακόμη και  μερικούς από τους πρωταγωνιστές, όπως το ΔΝΤ, να μιλήσουν για «λάθη». Φαίνεται παράξενο, μια  έκθεση  για το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας να παρακάμπτει την κρίση, που συνιστά μια μεγάλη καμπή στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η παράκαμψη φαίνεται από το γεγονός ότι η οκταετία της κρίσης και της επιτήρησης δεν αντιμετωπίζεται καθεαυτή, αλλά  ως μια διακύμανση συνολικά της περιόδου 1981-2019, επομένως τα αρνητικά ποσοστά ανάπτυξης της περιόδου αυτής συναθροίζονται με τα θετικά των προηγούμενων περιόδων. Έτσι λ.χ. κατασκευάζεται ένας μέσος όρος για όλη την αδιαφοροποίητη περίοδο 1981-2019 ανάπτυξης 0,9% και αύξησης του κατακεφαλήν ΑΕΠ 0,6%!  Κανείς ιστορικός δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του παρόμοιο τέχνασμα.[2] Πέραν από το αντιεπιστημονικό του πράγματος,  καλύπτει την κατακρήμνιση της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης και,  ακόμη περισσότερο, την  «άβολη» διατύπωση ότι το χρέος για το οποίο οδηγήθηκε η Ελλάδα στο ικρίωμα είναι τώρα πολύ μεγαλύτερο από το αρχικό του 2010, τα οικονομικά μεγέθη πολύ μικρότερα και η ανεργία πολύ μεγαλύτερη από εκείνη την εποχή. Η οικονομική κρίση 2010-2018, στην Έκθεση Πισσαρίδη είναι μια λευκή σελίδα, γιατί η ίδια η έκθεση εμφανίζεται ως η συνέχεια των Μνημονίων.  Αξιολογεί επομένως θετικά την εσωτερική υποτίμηση της τελευταίας δεκαετίας γιατί ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Φαίνεται πάντως εκπληκτικό ότι παρακάμπτει την εκροή εγκεφάλων (brain drain) ως συνέπεια του μειωμένου εργατικού κόστους που οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς την εσωτερική υποτίμηση.[3]

Το κενό που βοά στην Έκθεση είναι ότι δεν περιέχει ούτε μια λέξη για την αναδιάρθρωση του χρέους, ούτε μια λέξη για τα υψηλά πλεονάσματα, ούτε μια αναφορά στο Σύμφωνο Σταθερότητας ως προς τα χρέη που δημιουργεί η πανδημία.[4]   

 Το φάσμα της έκθεσης

Η Έκθεση καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων. Σε άλλα ζητήματα είναι εκτενέστατη με λεπτομέρειες και παραδείγματα, σε άλλα πολύ φτωχή. Το κεντρικό ερώτημα πάντως «τι θα παράγουμε;» μένει αναπάντητο. Πάλι γίνεται λόγος για τα αγροτοδιατροφικά, τα μέταλλα και τις εξορύξεις. Αλλά αυτά αποτελούν ένα πολύ παλιό, σχεδόν αποικιακό μοντέλο οικονομικού μετασχηματισμού, βασισμένο στην εκμετάλλευση και στην εξαγωγή πρώτων υλών. Τι άλλο; Και βέβαια φαρμακοβιομηχανία (παραγωγή γενόσημων), ακόμη και  κλωστοϋφαντουργία, και… start ups ως wishful thinking όλων των αντίστοιχων εθνικών σχεδίων. Η Έκθεση δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη που ανακυκλώνεται εδώ και έναν αιώνα. Η επενδυτική πενία στην Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τημετατροπή του Ελληνικού σε καζίνο, ούτε η καζινοποίηση της οικονομίας στη Νότια Αθήνα, πάνω στην οποία επένδυσε κυρίως η ΝΔ, μπορεί να γίνει ατμομηχανή της οικονομίας.  Η προσπάθεια  που επαγγέλλεται η Έκθεση να δημιουργηθούν νέα πεδία ιδιωτικής συσσώρευσης στις υποδομές, την υγεία και την ασφάλιση (αποφεύγω εδώ την κριτική του σχετικού κεφαλαίου γιατί ήδη πολλά έχουν ειπωθεί) δεν απαντούν στο κεντρικό αίτημα της εξωστρέφειας. Αποτελούν εσωτερική αναδιανομή του εσωτερικού πλούτου από τους δημόσιους και κοινοτικούς πόρους προς τους ιδιωτικούς. Επιστροφή σε ό,τι  ακριβώς συνέβη και στην εικοσαετία πριν από την κρίση.

Υπάρχει όμως ένα καινούργιο στοιχείο:  η μετάβαση στην πράσινη και αιολική ενέργεια και τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Αλλά τηρουμένων των αναλογιών, ακόμη κι αν πρόκειται για παραγωγή καθαρής ενέργειας, πάλι η Ελλάδα μετατρέπεται σε μια χώρα παραγωγής πρώτης ύλης. Η χώρα, από τη μια άκρη στην άλλη, χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό μετατρέπεται σε μονοκαλλιέργεια ανεμογεννητριών, όλα τα εξαρτήματα των οποίων παράγονται στο εξωτερικό, η εγκατάσταση στοιχίζει στις τοπικές κοινωνίες και πληρώνεται πάλι από δημόσιους πόρους. Η μεγαλύτερη μετάβαση της εποχής μας, ο πράσινος μετασχηματισμός που θα απορροφήσει το 40% των κοινοτικών πόρων έχει ανάγκη από μια πολύ ισχυρή θεσμική πλαισίωση που να αφορά πρώτο, στο πώς θα είναι φιλική στο ίδιο το περιβάλλον, και δεύτερο στο πώς θα είναι δίκαιη, δηλαδή δεν θα επιβαρύνει υπέρμετρα τους ασθενέστερους και θα εξασφαλίζει ουσιαστικά και επαρκή αντισταθμίσματα στις τοπικές κοινότητες. Αυτή η θεσμική θωράκιση της χώρας για να εισέλθει στη νέα εποχή απουσιάζει εντελώς από την Έκθεση.

Έχει καλές ιδέες η Έκθεση;

Η βασική φιλοσοφία της Έκθεσης είναι η αθρόα προσφορά εργασίας, επομένως η απομάκρυνση όλων των υποχρεώσεων που την εμποδίζουν, σε οποιαδήποτε φάση του βίου. Διαπιστώνει μικρή γυναικεία συμμετοχή. Γιατί δεν βγαίνουν να αναζητήσουν δουλειά οι γυναίκες; Λόγω των υποχρεώσεών τους στα παιδιά τους, όταν είναι πολύ μικρά, και στους γονείς τους, όταν είναι πολύ μεγάλοι. Δηλαδή η φροντίδα (care). Από εδώ προκύπτουν δυο ενδιαφέρουσες προτάσεις. Η πρώτη αφορά sτο σχέδιο μιας δομής που θα υποδέχεται τα παιδιά από τη στιγμή που θα λήξει η άδεια τοκετού, έως τη στιγμή που θα φοιτήσουν στην πρώτη δημοτικού. Είναι πιο προωθημένη από τη διετή προσχολική εκπαίδευση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να υλοποιηθεί βέβαια με όρους που δεν θα παραπέμπουν σε αποθήκη παιδιών άπορων μητέρων.

Η δεύτερη ιδέα, η οποία αφορά στο υπαρκτό ζήτημα της αύξησης των υπερηλικιωμένων   στη χώρα μας, αφορά ένα ασφαλιστικό σχήμα που θα εξασφαλίζει φροντίδα ή τουλάχιστον ένα μίνιμουμ φροντίδας σε συνθήκες ανημπόριας. Με τις προϋποθέσεις που παρουσιάζεται, δηλαδή εικοσαετή ασφάλιση σε ατομικό κουμπαρά, ένα παρόμοιο σχέδιο δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει πριν από το 2040+, αν βρεθούν εργαζόμενοι μέσα στις υπαρκτές συνθήκες μιας επισφαλούς αγοράς εργασίας που θα ασφαλιστούν με αυτούς τους όρους. Πρόκειται όμως για μια ιδέα, η οποία θέτει, ακόμα και παράπλευρα, το πρόβλημα του υπερηλικιωμένου πληθυσμού που γίνεται ολοένα και περισσότερο πολυπληθής στην Ελλάδα. Γιατί η φροντίδα των  υπερηλικιωμένων βρίσκεται ήδη, και εν μέρει, στην αγορά εργασίας με τη χρησιμοποίηση κατά βάση μεταναστριών και άτυπης εν πολλοίς εργασίας.  

Ιδέες όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός της εκπαίδευσης δεν χρειάζονται ιδιαίτερο σχολιασμό, κουβεντιάζονται πολλά χρόνια, ήρθε η πανδημία να τις ενεργοποιήσει και βέβαια χρηματοδοτούνται από το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ανάκαμψης, αποτελούν από τους βασικούς του στόχους. Ψηφιακός μετασχηματισμός όμως σημαίνει επίσης πρόσβαση στο διαδίκτυο και στους υπολογιστές και του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Διαφορετικά οι ανισότητες μεγεθύνονται. Κι εδώ σιωπή. Το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα στις επτά εμβληματικές δράσεις του αναφέρεται στην επέκταση γρήγορης και ευρυζωνικής σύνδεσης σε όλα τα σπίτια και τις απόμακρες περιοχές (Connect – The fast rollout of rapid broadband services to all regions and households, including fiber and 5G networks). Το ελληνικό την παρακάμπτει.

Θετικές είναι επίσης οι φιλοεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη.   

 Εκπαίδευση

Η Έκθεση Πισσαρίδη όμως προτείνει και την αυτονόμηση των σχολείων και τη σύνδεσή τους με την τοπική αυτοδιοίκηση, που αποτελεί μέρος του προγράμματος της ΝΔ. Ιστορικά, η σύνδεση   της στοιχειώδους εκπαίδευσης με τις τοπικές αρχές, υπήρχε στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Επειδή όμως ήταν αναποτελεσματική και τα σχολεία υπολειτουργούσαν, αποφασίστηκε η ανάθεση της λειτουργίας των σχολείων στο Υπουργείο Παιδείας. Η επανασύνδεση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να φαίνεται ελκυστική -ο Δήμος που νοιάζεται για τα παιδιά του, ένα σχολείο ανοιχτό στην τοπική κοινωνία- αλλά  θα οδηγήσει το σχολικό σύστημα σε νέες περιπέτειες γιατί η ΤΑ στην Ελλάδα έχει τις λιγότερες αρμοδιότητες στον κόσμο και χωρίς πόρους. Η διαφθορά -ρουσφέτια κ.α. σε τοπικό επίπεδο βρίσκονται πολύ πίσω από τα στάνταρ λειτουργίας του Δημοσίου, και βεβαίως θα διαλύσει τις εργασιακές σχέσεις δασκάλων και καθηγητών, ιδίως αν ο διορισμός με ολιγόμηνες συμβασεις θα εξαρτάται από Δημάρχους, συμβούλους και διευθυντές σχολείων.  Υπάρχει πολύς δρόμος για μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να βελτιωθεί το σχολείο, οι οποίες καν δεν αναφέρονται ούτε στην έκθεση Πισσαρίδη ούτε στο εθνικό σχέδιο για την υλοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Δεν πρέπει όμως μαζί με απόνερα  να πετάξουμε και το μωρό.  Εκείνο  που είναι αναγκαίο είναι η παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου, τα ανοιχτά αναλυτικά προγράμματα, η δημιουργία πολυδύναμων εκπαιδευτικών κέντρων. Η Έκθεση επίσης προτείνει λιγότερες και μεγαλύτερες σχολικές μονάδες. Σωστό για το Λύκειο,  αν οι μονάδες αυτές  είναι εξοπλισμένες με βιβλιοθήκες και εργαστήρια – και υπό τον όρο του συνυπολογισμού του χρόνου μετακίνησης των παιδιών και του σεβασμού της ορεινής και νησιωτικής γεωγραφίας. Απολύτως λάθος όμως για το Δημοτικό, στους όρους του οποίου βρίσκεται η τοπικότητα και η εγγύτητα στο σπίτι και τη γειτονιά.

Ως προς τις μεταρρυθμίσεις στα Πανεπιστήμια δεν γίνεται ευθέως αντιληπτό πώς και γιατί η υπαγωγή  των πρυτανικών Αρχών κάτω από συμβούλια θα αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, αλλά δεν πειράζει. Η φιλοδοξία των συντακτών της Έκθεσης για το ελληνικό πανεπιστήμιο περιορίζεται στο στόχο της προσέλκυσης 100.000 αλλοδαπών φοιτητών από Ινδία και Κίνα. Προτείνει δηλαδή τα ελληνικά πανεπιστήμια να μπουν στον ανταγωνισμό με αυτά που διαφημίζονται ως «οικονομικά, φθηνά» πανεπιστήμια για ασιάτες και αφρικανούς φοιτητές, όπως εκείνα  της Βόρειας Κύπρου (αλλά και τα ιδιωτικά «πανεπιστήμια» της Κυπριακής Δημοκρατίας). Ελπίζω οι Έλληνες πανεπιστημιακοί να έχουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Η συζήτηση για τις υπόλοιπες προτάσεις όμως, όπως τριετή πτυχία, στα πέντε με μεταπτυχιακό και στα οκτώ με διδακτορικό, δηλ. πλήρης υποβάθμιση των σπουδών, έχει εν πολλοίς συζητηθεί την εποχή των «μεταρρυθμίσεων» Διαμαντοπούλου, οι οποίες ανατράπηκαν ως μη λειτουργικές ακόμη και από υπουργούς παιδείας της ΝΔ (Γ.Μπαμπινιώτης, Κ. Αρβανιτόπουλος). Θέτει όμως η Έκθεση το θέμα των φοιτητικών δανείων, ως εναλλακτική της ανάπτυξης ενός συστήματος φοιτητικής μέριμνας. «Στον αναγκαίο εξορθολογισμό της φοιτητικής μέριμνας μπορεί επίσης να συμβάλλει η εισαγωγή μηχανισμού άτοκων δανείων, με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής (μετά την ένταξη στην αγορά εργασίας, από ένα ύψος εισοδημάτων και πάνω, χωρίς εμπλοκή τραπεζών) για την κάλυψη του κόστους διαβίωσης στη διάρκεια των σπουδών.» Χωρίς εμπλοκή τραπεζών, δεν είναι απολύτως κατανοητό. Ποιος θα χορηγεί και σε ποιον θα αποπληρώνονται τα δάνεια; Αλλά το ζήτημα είναι ότι τα φοιτητικά δάνεια στην Αμερική και στη Βρετανία είναι από τις μεγαλύτερες φούσκες χρέους, μετά το real estate, και βρόγχος  στο λαιμό εκατομμυρίων αποφοίτων.  Οι σπουδές ιστορίας, φιλοσοφίας και φιλολογία θα αφορούν πλέον στους πλούσιους γόνους. Οι προτάσεις αυτές όμως έχουν και μια αφανή πολιτική στόχευση πειθάρχησης του νεανικού πληθυσμού.

Μια από τις επτά βασικές δράσεις της Ευρωπαϊκή Έκθεσης Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αφορά στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τόσο του πληθυσμού που εκπαιδεύεται όσο και του πληθυσμού συνολικά (Reskill and upskill – The adaption of education systems to support digital skills and educational and vocational training for all ages). Αυτό πράγματι σημαίνει τον ανασχεδιασμό της τεχνικής εκπαίδευσης έτσι ώστε τόσο να καλύπτει τωρινές επαγγελματικές ανάγκες της αγοράς, όσο και να προβλέπει τις μελλοντικές τάσεις, δημιουργώντας δεξιότητες που θα μπορούν να προσαρμόζονται στις μεγάλες τεχνοεπιστημονικές αλλαγές και στην πράσινη μετάβαση. Μια καλή ιδέα όμως μπορεί να θυσιαστεί στο  βραχυχρόνιο όφελος. Σύμφωνα με την Έκθεση Πισσαρίδη, «Όπως και στην περίπτωση των ανέργων, το σύστημα κατάρτισης των εργαζομένων θα πρέπει να στηρίζεται στον ιδιωτικό τομέα και να σχεδιαστεί με τα κατάλληλα κίνητρα»  (σ. 151).  Δεν πρόκειται μόνο για τυπική περίπτωση διοχέτευσης των δημόσιων πόρων στους σχολάρχες, αλλά για την αποκοπή της επαγγελματικής εξειδίκευσης από τον κορμό της εκπαίδευσης με βάση μακροχρόνιο σχεδιασμό και υπολογισμό των μελλοντικών τάσεων.   

Φορολογία

Στην έκθεση Πισσαρίδη δεν υπάρχει ούτε μια λέξη για τη φορολογία του μεγάλου πλούτου.[5]  Για τους συντάκτες της, το φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδος περιορίζεται στην υπέρμετρη φορολόγηση της εργασίας. Αυτή είναι η προτεραιότητα, και επομένως, με βάση αυτή «ενδεχόμενη μείωση των φόρων στην κατανάλωση (και ειδικότερα στον ΦΠΑ και στην περιουσία), δεν κρίνεται ως εξίσου σημαντική προτεραιότητα» παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με τους υψηλότερους έμμεσους φόρους στην Ευρώπη: Ελλάδα 17.1% – Ευρώπη 9,9%  (σ. 101-103). Δεν θα περίμενε βέβαια η Έκθεση να αναφερθεί στην φορολόγηση του κύκλου εργασιών στην Ελλάδα  των γιγαντιαίων  πολυεθνικών (google, amazon, facebook κλπ) από τις οποίες περνά ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών, παραγωγικών και καταναλωτικών μιας κοινωνίας.

 Η αυτοαπασχόληση ως στρέβλωση

Σύμφωνα με την Έκθεση, «υπερβολικά μεγάλο μέρος της εργασίας αφορά αυτοαπασχόληση, άτυπους τομείς της οικονομίας και εργασία με χαμηλά δηλωμένα εισοδήματα που εξαιρούνται από τη φορολογία… Το κόστος αυτής της στρέβλωσης είναι σημαντικό διότι ο άτυπος τομέας γενικά δεν προσανατολίζεται στις εξαγωγές (εκτός όταν αφορά τουριστικές ή διασυνδεδεμένες υπηρεσίες εμπορίου) και συγχρόνως παγιδεύει αξιόλογο εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να διοχετευθεί προς τους περισσότερο δυναμικούς και εξαγωγικούς τομείς». Είναι ενδιαφέρουσα η οπτική αυτή για ένα ιστορικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία στα 200 χρόνια της ύπαρξής της, δηλαδή την επιμονή της μοκροϊδιοκτησίας, είτε στην αγροτική παραγωγή είτε στις επιχειρήσεις. Η επιμονή της μικροϊδιοκτησίας, του μικρού κλήρου  και της μικρής επιχειρηματικότητας αποτελεί βεβαίως μία από τις αιτίες της επιβράδυνσης της παραγωγικότητας, χωρίς το αντίθετο να αποτελεί εγγύησή της. Ωστόσο εδώ αναφερόμαστε στο χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και, σε προέκταση, της φυσιογνωμίας της χώρας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Έφτασε στα όριά της αυτή η κοινωνία με την οικονομική κρίση; Η αγροτική μεταρρύθμιση (από το 1870 έως το 1923)  και η δημιουργία μικροϊδιοκτητών γης στην Ελλάδα υπήρξε προϋπόθεση της καπιταλιστικής της ανάπτυξης. Στην μεταπολεμική περίοδο ανάπτυξης το 80% αποτελούνταν από μικροεπενδύσεις. Αυτές εκτόξευσαν τους ρυθμούς ανάπτυξης. Τίθεται όμως το ερώτημα: Είναι αναντίστοιχος πλέον ο ελληνικός κοινωνικός μετασχηματισμός με το παγκόσμιο περιβάλλον; Η κρίση του 2010-2018 και η παρούσα πανδημία μαζί με τις προτάσεις της Έκθεσης αυτής σκοπεύουν στον περιορισμό αυτού του μικροαστικού χαρακτήρα διασποράς της ιδιοκτησίας και των οικονομικών δραστηριοτήτων. Εκείνο που προτείνει ο σχηματισμός εξουσίας είναι η καταστροφή ενός μεγάλου μέρους των μικροπαραγωγών και η προλεταριοποίησή τους. Όσοι επιζήσουν, προκειμένου να επιβιώσουν θα γίνουν μέρος των «διεθνών αλυσίδων αξίας», δηλαδή θα αναλάβουν υπεργολαβίες σε διεθνείς αλυσίδες.  Πρόκειται για κρίσιμες αποφάσεις. Είναι αυτό το τίμημα του εξευρωπαϊσμού; Θα προσεγγίσει  περισσότερο με ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα με τις αλλαγές αυτές, ή θα μοιάσει με τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, στις οποίες η καταστροφή της μικρής ιδιοκτησίας και επιχειρηματικότητας είχε συντελεστεί πριν από την κατάρρευση της κρατικής τους οικονομίας το 1989;    

Η στρατηγική της φτωχοποίησης του πληθυσμού

Αν διαβάσει κανείς την Έκθεση Πισσαρίδη, έχοντας στο νου του το απόφθεγμα του Ηράκλειτου πώς «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει», καταλαβαίνει ότι η επιδίωξή της είναι μια σχεδόν ουτοπική μετατροπή της εργασίας σε ένα προϊόν με άπειρα ελαστική προσφορά. Είναι σχεδόν ουτοπική γιατί τέτοιο προϊόν δεν υπάρχει ούτε καν ως πρώτη ύλη. Σ’ ότι αφορά την εργασία, αυτό σημαίνει την απόλυτη φτωχοποίηση του πληθυσμού. Προτείνει μια  πολιτική που να  μειώνει το «κοινωνικό κόστος των απολύσεων»: Επί λέξει:   «προτείνουμε το επίδομα ανεργίας να μην είναι σταθερό και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά με τις προηγούμενες αμοιβές του ανέργου. Αυτό είναι απαραίτητο, ειδικά σε μία αγορά εργασίας με μεγαλύτερη κινητικότητα. Το επίδομα ανεργίας προτείνουμε όπως οριστεί στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη». Αν ο κατώτατος  μισθός είναι 500 ευρώ, όπως στις περισσότερες επισφαλείς εργασίες, τότε  το επίδομα θα είναι 275 ευρώ!

Όσοι ζουν στην πραγματική κοινωνία, και όχι στην στατιστική αποτύπωσή της,  γνωρίζουν την άρνηση να προσληφθούν έγκυες. Όσοι πάλι παρατηρούν με ανησυχία τη στατιστική αποτύπωση της μείωσης του πληθυσμού, γνωρίζουν ότι από το 2010 οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους. Ποιο το λογικό συμπέρασμα; Ενίσχυση της μητρότητας. Τι λέει η Έκθεση Πισσαρίδη;  «Καθώς οι τρέχουσες παροχές άδειας μητρότητας στο δημόσιο τομέα είναι περισσότερο γενναιόδωρες για τις μητέρες από τις προβλεπόμενες στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει οι παροχές να εξισωθούν. Προσφέροντας περισσότερα οφέλη, ο δημόσιος τομέας ανταγωνίζεται αθέμιτα τον ιδιωτικό και ουσιαστικά χρησιμοποιεί χρήματα των φορολογουμένων για να στερήσει από τον ιδιωτικό τομέα ανθρώπινους πόρους που προσελκύονται στον δημόσιο τομέα».   

Το 2010, τον Οκτώβριο, ο κ. Πισσαρίδης είχε δημοσιεύσει 11 θέσεις για την ριζική αλλαγή στην ελληνική οικονομία, ακόμη πιο ρηξικέλευθες από τα Μνημόνια, πολλές από τις οποίες αποτυπώνονται και στην παρούσα Έκθεση. Τις προτάσεις μπορεί να τις δει κανείς εδώ:  (https://www.kathimerini.gr/economy/local/407553/protaseis-gia-mia-nea-anaptyxiaki-stratigiki/).  Στην θέσεις αυτές έλεγε «Οι προτάσεις μας στοχεύουν να αυξήσουν, έως το 2020, την παραγωγικότητα της εργασίας στο 120% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 και να δημιουργήσουν 1,2 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, απορροφώντας 800.000 νέους και 400.000 πλεονάζοντες από το Δημόσιο». Είμαστε τώρα σε αυτό το 2020, με τα αντίθετα από τα προβλεπόμενα, και περνώντας μέσα από μια πολύ μεγάλη καταστροφή που συντελέστηκε με αυτές ή παρόμοιες  συνταγές από το 2010.

Αθήνα 14.12.2020


[1] Αυτό άλλωστε είναι και το αντικείμενο της μελέτης των T. Mortensen and Christopher A. Pissarides “Job Creation and Job Destruction in the Theory of Unemployment”,  The Review of Economic Studies , Jul., 1994, Vol. 61, No. 3 (Jul., 1994), pp. 397-415, για την οποία ο κ. Πισσαρίδης έλαβε με άλλους δύο το βραβείο Νόμπελ. Η μελέτη αυτή μας λέει ότι ο αριθμός των ανέργων και ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας  δεν συμπίπτει. Μπορεί να υπάρχουν και πολλοί άνεργοι, και πολλές κενές θέσεις εργασίας.  Η διαπίστωση αυτή έχει την αξία της ως θεωρητικό μοντέλο. Θα περίμενε κανείς όμως μια εμπειρική επαλήθευσή της για την Ελλάδα. Ποιος ο αριθμός των ανέργων και ποιος των κενών θέσεων εργασίας. Εδώ σιωπή.

[2] Φανταστείτε έναν μέσον όρο ανάπτυξης για την τριακονταετία 1930-1960, ο οποίος περιλαμβάνει και τη δεκαετία 1940-1949, δηλ τα  χρόνια κατακρήμνισης της οικονομίας λόγω του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου.

[3] Λόης Λαμπριανίδης, «Καποιες πρώτες σκέψεις» https://www.enainstitute.org

[4] Επισημαίνεται ως μια από τις κύριες απουσίες από τον Νίκο  Χριστοδουλάκη  https://thesocialist.gr/nikos-christodoulakis-to-sxedio-pissaridi-den-einai-plano-organwsis-tis-oikonomias/

[5] Ν. Χριστοδουλάκης, Βήμα 6.12.2020

October 3, 2020

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 7μμ: Διαδικτυακή συζήτηση για το βιβλίο Ο ελληνικός εικοστός αιώνας.

Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας διοργανώνουν διαδικτυακή συζήτηση   για το βιβλίο, αλλά και με αφορμή το βιβλίο  ”Ο ελληνικός 20ός αιώνας” (Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2019), τη Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020 και ώρα 19:00.

Συζητούν οι ιστορικοί: Πολυμέρης Βόγλης, Έφη Γαζή, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ιωάννα Λαλιώτου, Δήμητρα Λαμπροπούλου και ο συγγραφέας Αντώνης Λιάκος.

Συντονίζει η δημοσιογράφος Μαριλένα Κατσίμη.

Η εκδήλωση θα διεξαχθεί μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Zoom και θα μεταδοθεί παράλληλα από τη σελίδα των ΑΣΚΙ στο Facebook

https://www.facebook.com/askigr

 Για να παρακολουθήσετε την εκδήλωση στο Zoom, χρησιμοποιήστε τον ακόλουθο σύνδεσμο: https://zoom.us/j/99270270940

 Θα μεταδοθεί επίσης από την ιστοσελίδα των εκδόσεων Πόλις, καθώς και Antonis Liakos

https://www.facebook.com/askigr

https://www.facebook.com/antonis.liakos.98/